Πληροφορίες και γνώσεις που πριν από τριάντα χρόνια θα απαιτούσαν πολύωρες αν όχι πολύμηνες αναζητήσεις και θα είχαν ανάλογα με τη σημασία τους ένα σεβαστό κόστος, σήμερα μπορεί να τις αντλήσει κανείς το πολύ σε μία ώρα, με σχεδόν μηδενικό κόστος. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την πληροφόρηση. Ο πολίτης που θέλει να είναι όσο καλύτερα γίνεται ενημερωμένος μπορεί να το πετύχει με το ελάχιστο δυνατό κόστος, σε σχεδόν χρόνο μηδέν και από πολλές πηγές πληροφόρησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Πληροφορίες και γνώσεις που πριν από τριάντα χρόνια θα απαιτούσαν πολύωρες αν όχι πολύμηνες αναζητήσεις και θα είχαν ανάλογα με τη σημασία τους ένα σεβαστό κόστος, σήμερα μπορεί να τις αντλήσει κανείς το πολύ σε μία ώρα, με σχεδόν μηδενικό κόστος. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την πληροφόρηση. Ο πολίτης που θέλει να είναι όσο καλύτερα γίνεται ενημερωμένος μπορεί να το πετύχει με το ελάχιστο δυνατό κόστος, σε σχεδόν χρόνο μηδέν και από πολλές πηγές πληροφόρησης.
Όλα αυτά και άλλα ακόμα, καλλιεργούν στο ευρύ κοινό την αίσθηση και την πραγματικότητα του «δωρεάν», φαινόμενο που έχει ποικίλες προεκτάσεις. Μια από αυτές εξάλλου είναι η οικονομική ισχύς και το πολιτικό βάρος των παγκόσμιων γιγάντων της ψηφιακής τεχνολογίας, οι οποίοι προσφέρουν άπλετη δωρεάν ενημέρωση, κατέχοντας και το μεγαλύτερο κομμάτι της σχετικής αγοράς.
Τώρα όμως, ως φαίνεται, με αφετηρία την πανδημία του κορονοϊού και τις δραματικές επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία, οι ενέργειες κυβερνήσεων και Κεντρικών Τραπεζών δείχνουν ότι μπαίνουμε και στην εποχή του δωρεάν χρήματος. Και το σοβαρό αυτό θέμα έφερε στο προσκήνιο το βρετανικό περιοδικό The Economist, το οποίο προ εβδομάδων αφιέρωσε το εξώφυλλό του στο «ελεύθερο χρήμα». Κατά το γνωστό περιοδικό, «αν οι αλλαγές που επέφερε στην οικονομική σκέψη η κρίση του 2008-2009 αποδείχθηκαν προσωρινές, τα πράγματα στη μετά Covid-19 εποχή θα είναι διαφορετικά και πιο σύνθετα». Ειδικότερα, το Economist, παραλληλίζει τις σημερινές διαρθρωτικές αλλαγές με τις αντίστοιχες του 1970, όταν η Δύση, με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του 1973, τροφοδοτούσε τις κεϊνσιανές πολιτικές με δόσεις μονεταρισμού, ήτοι με ενέσεις οικονομικού φιλελευθερισμού που είχαν αντιπληθωριστικό χαρακτήρα. Ακολούθησε όμως ο μετασχηματισμός της δεκαετίας του 1990, όταν οι κεντρικές τράπεζες απέκτησαν σοβαρά περιθώρια ανεξάρτητης δράσης. Συνεπώς, το βρετανικό περιοδικό και όχι μόνον αυτό, εκτιμά ότι η σημερνή πανδημία αποτελεί την αρχή μιας νέας εποχής, η οποία θα χαρακτηρίζεται από υπερμεγέθη κρατική παρέμβαση στην οικονομία και τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Αυτή η νέα εποχή έχει τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι τα σημερινά επίπεδα του κρατικού δανεισμού και τα περιθώρια που φαίνεται να υπάρχουν για να διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Το δεύτερο είναι ο θόρυβος από τις μηχανές που τυπώνουν χρήμα σε Αμερική, Βρετανία και Ευρωζώνη - μεγάλο μέρος του οποίου χρησιμοποιείται για την αγορά κρατικού χρέους. Τρίτο χαρακτηριστικά είναι οι παρεμβάσεις και η υποστήριξη του κράτους στο εταιρικό χρέος, ενώ το τέταρτο, που αναφέρεται ως «το σημαντικότερο», δεν είναι άλλο από τον χαμηλό πληθωρισμό.
Η απουσία ανοδικών πιέσεων στις τιμές σημαίνει ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για επιβράδυνση της διόγκωσης των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών ή για αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων από το σημερινό τους επίπεδο, που είναι σχεδόν μηδενικό. Έτσι, ο χαμηλός πληθωρισμός αποτελεί τον βασικό λόγο που δεν πρέπει να ανησυχούμε για το δημόσιο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου κοστίζει τώρα τόσο λίγο, ώστε να μοιάζει με... δωρεάν χρήμα.
Αν και τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες θα περιορίσουν τις παρεμβάσεις στήριξης με το πέρασμα της πανδημίας, το σκηνικό της νέας εποχής αντανακλά μια μακροχρόνια τάση και όχι κάτι παροδικό. Τα ελλείμματα και το τύπωμα χρήματος είναι πιθανό να γίνουν τα τυπικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες. Είναι σαφές έτσι ότι οδεύουμε προς μια χωρίς προηγούμενο πολιτικοποίηση της οικονομίας, η οποία ήδη μεταβάλλει και το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Στο μεταξύ, ο ολοένα και μεγαλύτερος ρόλος των κεντρικών τραπεζών στις χρηματοοικονομικές αγορές φανερώνει τη δυστοκία των τραπεζών ως ενδιάμεσων και προαναγγέλλει την ανάδειξη καινοτόμων και διψασμένων για ρίσκο «σκιωδών» τραπεζών και κεφαλαιαγορών. Σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν την πολυτέλεια να μη «λερώνουν τα χέρια τους» στη Wall Street και αλλού, λειτουργώντας σαν γιγάντιοι marketmakers.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες για χρόνια προειδοποιούσαν για τους κινδύνους του υπερβολικού εταιρικού χρέους. Όμως η λύση τους για τη φετινή καταιγίδα του κορονοϊού στις χρηματαγορές οδήγησε σε ακόμα περισσότερο τέτοιο χρέος.
Πρόκειται για την παγίδα της μετά 2008 πολιτικής, η οποία συνεχίζεται και σήμερα με αφορμή την πανδημία.
Για να αποσοβηθεί μια κρίση χρέους, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δημιουργούν συνθήκες που επιτρέπουν στις εταιρείες να δανειστούν ακόμα περισσότερα, αυξάνοντας τη δυνητική σοβαρότητα της επόμενης κρίσης.
«Η επιλεγμένη λύση για μια κρίση χρέους είναι περισσότερο χρέος», δήλωσε ο υπεύθυνος πιστώσεων της Bank of America, Hans Mikkelsen. «Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Δεν μπορείς να το μειώσεις εκτός και αν δημιουργήσεις ένα τεράστιο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης για να το αντισταθμίσει. Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν κάτι». Απομένει να δούμε έτσι ποιο θα είναι το τελικό κόστος του νέου υπερκρατισμού, που μας δείχνει ότι μάλλον η σχέση της οικονομίας με την επιστήμη είναι πολύ χαλαρή.