Απόψεις
Παρασκευή, 11 Σεπτεμβρίου 2020 07:00

Πανηγυρισμοί και περίσκεψη μετά την Κορσική

Η χθεσινή νέα ηχηρή παρέμβαση του Εμανουέλ Μακρόν υπέρ των θέσεων της Αθήνας και κατά της Άγκυρας προκάλεσε εύλογη ικανοποίηση τόσο στην ελληνική αποστολή όσο και στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ο χρονισμός της είναι δε ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς ουσιαστικά καλεί, επιτέλους, την Ε.Ε. σε μια ενιαία στάση έναντι της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]

Η χθεσινή νέα ηχηρή παρέμβαση του Εμανουέλ Μακρόν υπέρ των θέσεων της Αθήνας και κατά της Άγκυρας προκάλεσε εύλογη ικανοποίηση τόσο στην ελληνική αποστολή όσο και στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ο χρονισμός της είναι δε ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς ουσιαστικά καλεί, επιτέλους, την Ε.Ε. σε μια ενιαία στάση έναντι της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.

Τα πράγματα, όμως, δεν έχουν μόνον μία όψη. Το ενδεχόμενο μιας «νέας στρατηγικής σχέσης» της Ελλάδας με τη Γαλλία, που ενδεχομένως θα βασίζεται σε γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα και πιθανό αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, οφείλει να εξεταστεί πιο σχολαστικά. 

Την ώρα που η ελληνική οικονομία υφίσταται τη βαθύτερη ύφεση στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η υγειονομική κρίση ξεπερνά κάθε προηγούμενο με αρνητικό ρεκόρ κρουσμάτων και το προσφυγικό/μεταναστευτικό αποκτά ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η χώρα οφείλει να επιλέξει πού και πώς θα διαθέσει με σωφροσύνη τις δυνάμεις της. 

Η προσπάθεια του Μακρόν να διασφαλίσει τα ενεργειακά συμφέροντα της χώρας του στη Μεσόγειο και το όραμά του να χτίσει ένα ανταγωνιστικό μπλοκ προς το Βερολίνο, απηχεί τον νέο ρεαλισμό των Παρισίων. Ευδιάκριτο όσο και εύλογο είναι το εγχείρημά του να αναβαθμίσει τον στρατιωτικό ρόλο της χώρας του ιδίως μέσα στο αμερικανικό κενό «επίβλεψης» που έχει προκαλέσει η διακυβέρνηση Τραμπ στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό αυτά τα δεδομένα η ελληνοτουρκική κρίση αντιμετωπίζεται από τη Γαλλία ως παράθυρο ευκαιρίας για να εξυπηρετήσει τις στρατηγικές της επιδιώξεις στην περιοχή. 

Το ερώτημα που ανακύπτει, κατόπιν τούτων, είναι αν η Ελλάδα διαθέτει την ετοιμότητα να συντονίσει τη στρατηγική της με εκείνη της Γαλλίας. Χωρίς να διακυβευθούν, δηλαδή, οι πόροι που καθίστανται όλο και πιο απαραίτητοι για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων αλλά και την αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος. Και φυσικά χωρίς να εγκαταλειφθεί ο στόχος για τη διαμόρφωση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που θα δίνει προτεραιότητα στη διπλωματική αντιμετώπιση της περιφερειακής δύναμης που λέγεται Τουρκία και αναζητεί διέξοδο στα ανυπέρβλητα εσωτερικά της προβλήματα μέσω διαρκών στρατιωτικών απειλών.