Θύμα του κορονοϊού, του εμπορικού πολέμου ή απλώς μία κίνηση τακτικής; Η είδηση ότι ο γαλλικός όμιλος LVMH, ιδιοκτήτης των πολυτελών brands Louis Vuitton και Christian Dior, αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εξαγορά της αμερικανικής Tiffany στην τιμή των 16 δισ. δολαρίων προκάλεσε αναμφισβήτητα αίσθηση στην αγορά. Όμως, ο Μπερνάρ Αρνό, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Γαλλίας, που στην προχθεσινή λίστα Forbes πήρε από τον μεγαλοεπενδυτή Γουόρεν Μπάφετ την τρίτη θέση με περιουσία 76 δισ. δολαρίων, είναι γνωστός για τακτικές που κινούνται στην «κόψη του ξυραφιού», γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Θύμα του κορονοϊού, του εμπορικού πολέμου ή απλώς μία κίνηση τακτικής; Η είδηση ότι ο γαλλικός όμιλος LVMH, ιδιοκτήτης των πολυτελών brands Louis Vuitton και Christian Dior, αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εξαγορά της αμερικανικής Tiffany στην τιμή των 16 δισ. δολαρίων προκάλεσε αναμφισβήτητα αίσθηση στην αγορά. Όμως, ο Μπερνάρ Αρνό, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Γαλλίας, που στην προχθεσινή λίστα Forbes πήρε από τον μεγαλοεπενδυτή Γουόρεν Μπάφετ την τρίτη θέση με περιουσία 76 δισ. δολαρίων, είναι γνωστός για τακτικές που κινούνται στην «κόψη του ξυραφιού». Από πολύ νωρίς φάνηκε ότι η συμφωνία αυτή είχε αρκετά «αγκάθια», με βασικότερο το υψηλό τίμημα που θα πλήρωνε η LVMH, χωρίς φυσικά να παραβλεφθεί ο παράγοντας της πανδημίας ή του εμπορικού πολέμου. Πριν από τη χθεσινή απόφαση, η μετοχή της Tiffany κινείτο κοντά στα 121 δολάρια, ενώ οι επενδυτές της LVMH, όπως έδειξε και η συγκρατημένη κίνηση της μετοχής της προχθές, φαίνεται να είχαν ήδη προεξοφλήσει τις πιθανότητες να μην προχωρήσει η εξαγορά. Αυτό που προκάλεσε όμως έκπληξη ήταν η συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που επιλέχθηκε και οι λόγοι που επικαλέστηκε η LVMH.
Ο γαλλικός όμιλος επικαλέστηκε καθυστερήσεις από πλευράς των ρυθμιστικών αρχών λόγω της εμπορικής διαμάχης της Γαλλίας με τις ΗΠΑ και τον κίνδυνο επιβολής δασμών σε γαλλικά προϊόντα. Στη σχετική ανακοίνωσή του αναφέρεται και το αίτημα της γαλλικής κυβέρνησης για καθυστέρηση της συμφωνίας για τις αρχές του επόμενου έτους, το οποίο όμως δεν φέρεται να ήταν δεσμευτικό.
Όλα αυτά όμως ίσως να αποτελούν μία πολύ βολική δικαιολογία. Όταν η εμπορική ένταση υποχωρήσει, τότε οι δύο πλευρές μπορεί να ανοίξουν ξανά τον φάκελο της συμφωνίας, σε χαμηλότερη βεβαίως τιμή, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες συνθήκες με όλες τις επιπτώσεις που έχει υποστεί η παγκόσμια οικονομία. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η αγορά πολυτελών ειδών βρίσκεται αντιμέτωπη με άνευ προηγουμένου μείωση πωλήσεων, με τη μείωση των εσόδων να προβλέπεται φέτος στο 30%.
Αντίστοιχα, οι πωλήσεις κοσμημάτων της Tiffany μειώθηκαν περίπου 30% στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ το τμήμα ρολογιών και κοσμήματος της LVMH γνώρισε τη χειρότερή του επίδοση στο πρώτο εξάμηνο του έτους.
Το ζήτημα, βεβαίως, πέραν όλων αυτών είναι η αλλαγή του επιχειρείν μετά την πανδημία. Κάποιοι όμιλοι θα ωφεληθούν και κάποιοι θα ζημιωθούν ή ακόμη και θα καταρρεύσουν. Και αυτοί οι τελευταίοι θα βρεθούν λεία στα χέρια των ισχυρών.
Το θέμα όμως δεν είναι μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και οι εργαζόμενοι, που θα βγουν σίγουρα ζημιωμένοι.