Η ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στο αίμα είναι ο πλέον ενδεικνυόμενος τρόπος για την παρακολούθηση της πανδημίας και την επιτήρηση του πληθυσμού. Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει νέα έρευνα, την οποία ανέλυσαν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανη ΕΚΠΑ).
Η ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στο αίμα είναι ο πλέον ενδεικνυόμενος τρόπος για την παρακολούθηση της πανδημίας και την επιτήρηση του πληθυσμού. Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει νέα έρευνα, την οποία ανέλυσαν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανη ΕΚΠΑ).
Στα μέσα περίπου του καλοκαιριού του 2020, πολλές δημοσιευμένες μελέτες ανέφεραν ότι τα αντισώματα που παράγει το ανοσοποιητικό μας σύστημα έναντι του νέου κορωνοϊού μειώνονται γρήγορα είτε στους ήπια είτε στους βαρύτερα νοσήσαντες με COVID-19. Επιπλέον, αναφέρθηκαν και περιπτώσεις ασυμπτωματικών ατόμων που, ενώ ήρθαν σε επαφή με τον ιό, δεν ανέπτυξαν καθόλου αντισώματα.
Τα δεδομένα αυτά θορύβησαν την επιστημονική κοινότητα γιατί υποστήριζαν ότι η ενεργοποίηση της χυμικής ανοσίας στο νέο κορωνοϊό (δηλαδή η παραγωγή αντισωμάτων) είναι μάλλον πολύ σύντομης διάρκειας. Ως αποτέλεσμα, πολλοί επιδημιολόγοι προέταξαν τον μοριακό έλεγχο (που ανιχνεύει το γενετικό υλικό του SARS-CoV-2) για την παρακολούθηση της πορείας της πανδημίας.
Τα δεδομένα που δημοσιεύθηκαν την 1η Σεπτεμβρίου στο New England Journal of Medicine από την ερευνητική ομάδα του Κ. Stefansson στο Reykjavik της Ισλανδίας και κρίθηκαν ως ιδιαίτερης σημασίας από τους εκδότες του περιοδικού G. Alter και R. Seder, έδειξαν ότι ο μοριακός έλεγχος είναι σημαντικός αλλά στιγμιαίος (ανιχνεύει δηλαδή τον ιό μόνο τη στιγμή της μόλυνσης και μόνο στις περιοχές από όπου συλλέγεται το διαγνωστικό υλικό), και επιπλέον είναι αυξημένου κόστους, πολύπλοκος και σαφώς ανεπαρκής για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της εξάπλωσης του κορωνοϊού σε πληθυσμιακό επίπεδο.
Αντίθετα, η αξιολόγηση των αντισωμάτων με ειδικά και ευαίσθητα τεστ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος για τη συλλογή πληθυσμιακών δεδομένων σχετικών με την έκθεση και διασπορά του SARS-CoV-2, αλλά και για την κατανόηση του ρόλου των αντισωμάτων στην προστατευτική ανοσία και για την ορθή καθοδήγηση των ερευνητών προς την ανάπτυξη εμβολίων.
Ο Stefansson και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν 6 διαφορετικά τεστ αντισωμάτων έναντι διαφορετικών πρωτεϊνών του κορωνοϊού και μέτρησαν τα ειδικά αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα σε περίπου 30.000 άτομα στην Ισλανδία, χώρα με ιδιαίτερα χαμηλό αριθμό κρουσμάτων (περίπου 2.000) και μόλις 10 θανάτους. Στόχος τους ήταν να εκτιμηθεί ο οροεπιπολασμός στον πληθυσμό της Ισλανδίας, αλλά παράλληλα να καταγραφούν οι μεταβολές στα επίπεδα των αντισωμάτων τους πρώτους 4 μήνες μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2 και πώς οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με το φύλο, την ηλικία, συγκεκριμένους φαινότυπους (πχ. δείκτη μάζας σώματος, κάπνισμα, λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων) και τα συμπτώματα της COVID-19.
Σημειωτέον ότι στην Ιρλανδία μέχρι τις 15 Ιουνίου 2020, το 15% που πληθυσμού είχε ήδη υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο. Για τη μελέτη του ο Stefansson και η ομάδα του έκανε τυχαιοποιημένες δειγματοληψίες και οι ομάδες των εθελοντών περιελάμβαναν: 23.500 άτομα που δεν ήταν γνωστό αν είχαν εκτεθεί στον ιό, 4.200 άτομα που είχαν εκτεθεί στον ιό και ήταν σε καραντίνα, και 1.200 άτομα με θετικό μοριακό τεστ και θετικά αντισώματα τα οποία παρακολουθήθηκαν για 4 συνεχόμενους μήνες. Τα αποτελέσματα αυτής της ιδιαίτερα αναλυτικής οροεπιδημιολογικής μελέτης ήταν τα παρακάτω:
Τα πλέον αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων -από τα έξι διαφορετικά που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη- ήταν δύο που μετρούσαν συγχρόνως όλες τις τάξεις των ανοσοσφαιρινών (IgG, IgM και IgA ή αλλιώς pan-Ig).
Κατά πόσον η παρουσία αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων στο αίμα αποκλείει την πιθανότητα επαναμόλυνσης από τον κορωνοϊό, παραμένει ακόμα ασαφής. Ωστόσο, τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν από τον Stefansson και τους συνεργάτες του συστήνουν τα τεστ αντισωμάτων ως την ενδεικνυόμενη διαγνωστική στρατηγική (σε σύγκριση με το μοριακό έλεγχο) για την αξιολόγηση του επιπολασμού του ιού σε πληθυσμιακό επίπεδο, έναν κρίσιμο παράγοντα για την ασφαλή επαναφορά μας στην κανονικότητα. Επιπλέον, τα αντισώματα είναι οι καλύτεροι διαθέσιμοι βιοδείκτες για την άμεση αξιολόγηση της επιτυχίας των εμβολίων που ελπίζουμε σύντομα να τερματίσουν την πανδημία.
naftemporiki.gr