Καθώς οι νομισματικές και φορολογικές αρχές ενήργησαν επιθετικά για να αμβλύνουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας του Covid-19, το ισοζύγιο του δημόσιου χρέους και των κεντρικών τραπεζών διογκώθηκε γρήγορα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η τάση συνδυάζεται με το νέο Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ (886 δισ. δολάρια), το οποίο περιλαμβάνει την έκδοση των λεγόμενων «ομολόγων ανάκαμψης» που εγγυάται ο πολυετής προϋπολογισμός της Ε.Ε. και ενδεχομένως η ευρεία φορολογία της Ευρώπης.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Λουκρίσια Ρέιχλιν
Καθώς οι νομισματικές και φορολογικές αρχές ενήργησαν επιθετικά για να αμβλύνουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας του Covid-19, το ισοζύγιο του δημόσιου χρέους και των κεντρικών τραπεζών διογκώθηκε γρήγορα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η τάση συνδυάζεται με το νέο Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ (886 δισ. δολάρια), το οποίο περιλαμβάνει την έκδοση των λεγόμενων «ομολόγων ανάκαμψης» που εγγυάται ο πολυετής προϋπολογισμός της Ε.Ε. και ενδεχομένως η ευρεία φορολογία της Ευρώπης.
Αυτός είναι ένας εντελώς νέος κόσμος για όλες τις προηγμένες χώρες εκτός από μία: την Ιαπωνία. Δεν είναι ο «καλός» κόσμος της δεκαετίας του 1990, που χαρακτηρίζεται από σταθερό πληθωρισμό, σταθερή παραγωγή, δημοσιονομική σύνεση και στενή εστίαση της κεντρικής τράπεζας στη διαχείριση βραχυπρόθεσμων επιτοκίων για την επίτευξη των στόχων για τον πληθωρισμό. Αλλά ούτε ο ταραχώδης κόσμος μας μοιάζει με εκείνον της δεκαετίας του 1970, που χαρακτηρίζεται από υψηλό πληθωρισμό, ευμετάβλητη παραγωγή, φορολογική αστάθεια και υπερβολικά ευνοϊκή νομισματική πολιτική.
Στον σημερινό κόσμο, ο πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλός και αναμένεται να παραμείνει έτσι και οι νομισματικές αρχές απολαμβάνουν μια σημαντική αξιοπιστία - πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Οι προηγμένες χώρες κατευθύνονται σε μια κατάσταση στην οποία η διάκριση μεταξύ νομισματικής και φορολογικής πολιτικής είναι απλώς ακαδημαϊκή και η ενοποίηση του χρέους δεν είναι ρεαλιστική.
Αυτό ισχύει εδώ και πολύ καιρό στην Ιαπωνία, με τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, τα αρνητικά επιτόκια και τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ 200%, εκ των οποίων το 70% κατέχει η κεντρική τράπεζα. Όμως οι περισσότερες χώρες δεν έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα. Η αντιμετώπισή τους -και η αποφυγή μιας αποπληθωριστικής περιδίνησης- θα απαιτήσει μια δημιουργική και συντονισμένη προσέγγιση στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Μεγάλης κλίμακας πρόκληση
Η πρόκληση θα είναι ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας στην Ευρωζώνη, η οποία έχει κοινή νομισματική πολιτική, αλλά δεν διαθέτει κοινή δημοσιονομική πολιτική, παρά το νέο Ταμείο Ανάκαμψης. Για να ξεπερασθεί αυτό, θα χρειαστεί μια θεσμική οργάνωση που θα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που θεσπίσθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να αρχίσουν επειγόντως να συζητούν πως πρέπει να είναι αυτή η δομή και πώς θα φθάσουν ως εκεί. Η τρέχουσα επισκόπηση της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρέχει την ευκαιρία να αντιμετωπισθούν ορισμένα από τα ζητήματα που διακυβεύονται. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ θα μπορούσε να ενημερώσει τον ορισμό της σταθερότητας των τιμών, έτσι ώστε να έχει την ευελιξία να ξεπεράσει τον στόχο του πληθωρισμού βραχυπρόθεσμα, αντισταθμίζοντας τα χρόνια της στασιμότητας. Αυτό θα συμβάλει στην αποτροπή της σταθεροποίησης των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια να καθίστανται ασυμβίβαστα με την πλήρη απασχόληση.
Μια λύση θα μπορούσε να είναι η υιοθέτηση της ονομαστικής στόχευσης του ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο, ανταποκρινόμενη στις διαταραχές της προσφοράς που αυξάνουν τις τιμές και μειώνουν την παραγωγή, η ΕΚΤ θα σταθμίσει εξίσου τους δύο μεταβλητούς στόχους. Αυτό θα αποθάρρυνε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να υιοθετήσουν μια υπερβολικά επιθετική στάση σε μια εποχή που μια σειρά παραγόντων -από την κλιματική αλλαγή, την πανδημία έως τις χρηματοοικονομικές κρίσειςαπειλούν να προκαλέσουν πολύ περισσότερα σοκ στον εφοδιασμό.