Το είχε ήδη αναφέρει ο Θόδωρος Σκυλακάκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών με αρμοδιότητα τη δημοσιονομική πολιτική, μέσα Αυγούστου: «Η εφαρμογή του προγράμματος για μείωση φόρων, εισφορών [και μείωση του Κράτους] γίνεται πιο σύνθετη, σε μια περίοδο πρωτοφανούς παγκόσμιας ύφεσης». Μάλιστα, για να το εκλαϊκεύσει το είπε και ευθύτερα προς τους αναμένοντες παροχές: «Βαδίζουμε ακόμη σε τεντωμένο σκοινί», γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Το είχε ήδη αναφέρει ο Θόδωρος Σκυλακάκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών με αρμοδιότητα τη δημοσιονομική πολιτική, μέσα Αυγούστου: «Η εφαρμογή του προγράμματος για μείωση φόρων, εισφορών [και μείωση του Κράτους] γίνεται πιο σύνθετη, σε μια περίοδο πρωτοφανούς παγκόσμιας ύφεσης». Μάλιστα, για να το εκλαϊκεύσει το είπε και ευθύτερα προς τους αναμένοντες παροχές: «Βαδίζουμε ακόμη σε τεντωμένο σκοινί». Ήρθε τώρα ο Χρήστος Σταϊκούρας, αυτός υπουργός Οικονομικών που τελευταίως κρατήθηκε αρκετά πίσω στη δημοσιότητα και -ανακοινώνοντας ήδη νέα παράταση μέχρι τον Απρίλιο 2021 των προθεσμιών για φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τέλος του έτους ή ήδη φθινοπώρου (άλμα 4=8 μηνών: όχι αμελητέο) και προαναγγέλλοντας πρόσθετα από Κ. Μητσοτάκη στην ΔΕΘ- καυχήθηκε μεν για ταμειακά διαθέσιμα 34 δισ. ευρώ, αλλά δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι από τη νέα χρονιά «όλες οι χώρες της Ε.Ε. θα μπαίνουν σε κατάσταση ελέγχου των προϋπολογισμών τους».
Να το πούμε απλά: ενώ ανεβαίνει η αδημονία για την καταγραφή του βάθους της ύφεσης β’ 3μήνου στην Ελλάδα -η ΕΛΣΤΑΤ κρατάει κατενάτσιο σε σχέση με χώρες όπως η Γαλλία που «έγραψε» -13,8%, η Ισπανία -18,5%, η Ιταλία -12,4% και η εκτός Ε.Ε. Βρετανία -20,4% για το β’ 3μηνο-, βλέπει κανείς μια προσπάθεια του ΥπΟικ να φανεί ειλικρινές. Ανακοινώνοντας έγκαιρα π.χ. δημοσιονομικό έλλειμμα σχεδόν 11 δισ. το 7μηνο (έναντι στόχου 2 δισ.), ή πάλι πρωτογενές έλλειμμα 7,5 δισ. έναντι στόχου πλεονάσματος 1,2 δισ. που είχε προβλεφθεί όταν ακόμη ίσχυαν προ-Covid τα του Συμφώνου Σταθερότητας και των μετά-Μνημονίων.
Όμως, συνολικά, την αισθανόμαστε από πλευράς κυβέρνησης μια προσπάθεια αυτοσυγκράτησης/συγκράτησης των προσδοκιών. Μέτρα πρόσθετης τόνωσης θα υπάρξουν, θα ανακοινωθούν και θα «επικοινωνηθούν» κατά τα ειωθότα, όμως κυρίως θα πρόκειται περισσότερο για μέτρα αντιμετώπισης άμεσων αναγκών λόγω Covid-19 και ύφεσης - όχι για δρομολόγηση/επαναφορά σε οποιαδήποτε προγραμματική πρόθεση, με μειώσεις φόρων κοκ.
Εύλογο αυτό. Και αναπόφευκτο, όσο η συναίσθηση της συνεχιζόμενης κρίσης θα εντείνεται. Όσο όμως θα σχεδιάζονται και θα ωριμάζουν οι επόμενες γενεές στοχευμένων μέτρων στήριξης που θα κληθούν να λειτουργήσουν και ως μακροοικονομικό καύσιμο (πέρα από την … καταβολή των αναδρομικών των συνταξιούχων), τόσο προκύπτει αναγκαίο (δηλαδή και τεχνικά απαραίτητο, αλλά και πολιτικά σκόπιμο…) να υπάρξουν σοβαρά, διαφανή και δημοσιοποιημένα κριτήρια για τις ενισχύσεις - ιδίως προς επιχειρήσεις. Δηλαδή, πραγματική και επικαιροποιημένη αξιολόγηση της ύφεσης ανά κλάδο, όχι γενικευμένη αναφορά σε ΚΑΔ. εν συνεχεία πειστική προσέγγιση της βιωσιμότητας των ενισχυόμενων επιχειρήσεων: η δεύτερη αυτή διάσταση, με δεδομένη την εμπειρία των τελευταίων 10 χρόνων, δημιουργεί πρόβλημα. Όπως επισημαίνει -στο όχι ακριβώς επαναστατικό Liberal- ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, η τελευταία διαδικασία μπορεί να (θα το πούμε πιο ωμά: καλά θα έκανε να…) αξιοποιήσει τη συμβολή καθιερωμένων εταιρειών συμβούλων επιχειρήσεων. Όχι απλό, για την ελληνική παράδοση! Υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση: ποιος θα είναι ο τρόπος/το περιεχόμενο της ενίσχυσης; Γιατί μπορεί με την επιστρεπτέα προκαταβολή, δηλαδή μια αρκετά οριζόντια ενίσχυση (που υπήρξε αποτελεσματική ως αυτόματη), να έγινε καλή δουλειά, μπορεί με τις διαδικασίες δανεισμού τύπου ΤΕΠΙΧ-ΙΙ κ.λπ. να δημιουργήθηκε μια βάση, όμως στη συνέχεια -δηλαδή τώρα- χρειάζεται να επιλεγεί μια ορθολογικότερη μορφή στήριξης.
Η εισήγηση Νεκτάριου είναι να στοχευθεί η κάλυψη/στήριξη των στοιχείων σταθερού κόστους των επιχειρήσεων για τα επόμενα π.χ. 2 χρόνια. Ακόμη πιο δύσβατο, εδώ, το έδαφος! Αν μάλιστα μια τέτοια προσέγγιση είναι να καταλήξει σε κατ’ ανάγκην εξαγορές και συγχωνεύσεις προκειμένου να διατηρηθεί το εγκατεστημένο δυναμικό (μια άλλη εκδοχή των εισηγήσεων της Επιτροπής Πισσαρίδη), τότε προκύπτει απαίτηση δημόσιας επεξήγησης και στήριξης.
Ασφαλώς η επικέντρωση στη στήριξη των επιχειρήσεων δεν είναι νοητό να αφήσει κατά μέρος εκείνη των εργαζομένων, συνεπώς των νοικοκυριών. Εδώ, ο αληθινός κίνδυνος βρίσκεται στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, μάλιστα με την πίεση των πραγματικών αμοιβών και με τη «βοήθεια» της τηλεργασίας: σ’ αυτό θα επανερχόμαστε συχνά.
Όμως, η πλεύση στα οικονομικά απόνερα της κρίσης του Covid-19 θέλει προσοχή και για το πώς ερμηνεύουμε τα ίδια τα στοιχεία. Όταν, για παράδειγμα, συνεχίζει να καταγράφεται αύξηση των καταθέσεων -σχεδόν κατά 3 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, από τα οποία 400 εκατ. από τα νοικοκυριά- περισσότερο χρειάζεται να σκεφτόμαστε αν πρόκειται για προετοιμασία για του επόμενου 12μηνου την πρόσθετη πορεία σε απερημωμένο έδαφος ή/και για δομική μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου, παρά για δείγμα οικονομικής ρώμης. «Ανοίγουμε θέσεις αντιστάθμισης κινδύνου απέναντι στο αβέβαιο μέλλον» όπως λέει στο ιντερνετικό, ροδιακό iPorta ο Ηλίας Καραβόλιας. Όμως κι εδώ θα επανέλθουμε διεξοδικά…