Απόψεις
Πέμπτη, 27 Αυγούστου 2020 07:56

Αποφλοιώνοντας μια εκδοχή στρατηγικής

Με κάποια διάσταση σαρκασμού μάς επισημάνθηκε ότι εκείνο που περιγράψαμε, στο προηγούμενο σημείωμα της σειράς αυτής στις 24 Αυγούστου, ως «στρατηγικό στόχο» της αμέσως επόμενης περιόδου -καθώς η προηγούμενη προγραμματική προσέγγιση της σημερινής κυβέρνησης, περί ριζικών μειώσεων των φόρων, υποχώρησης του Δημοσίου κοκ., προσέκρουσε στο παγόβουνο του Covid-19…- δηλαδή η διατήρηση ανοιχτής γραμμής επικοινωνίας με τις αγορές που για την ώρα κοιτάζουν ευνοϊκά το ελληνικό χαρτί, δύσκολα γίνεται αντιληπτό ως στρατηγική, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Με κάποια διάσταση σαρκασμού μάς επισημάνθηκε ότι εκείνο που περιγράψαμε, στο προηγούμενο σημείωμα της σειράς αυτής στις 24 Αυγούστου, ως «στρατηγικό στόχο» της αμέσως επόμενης περιόδου -καθώς η προηγούμενη προγραμματική προσέγγιση της σημερινής κυβέρνησης, περί ριζικών μειώσεων των φόρων, υποχώρησης του Δημοσίου κοκ., προσέκρουσε στο παγόβουνο του Covid-19…- δηλαδή η διατήρηση ανοιχτής γραμμής επικοινωνίας με τις αγορές που για την ώρα κοιτάζουν ευνοϊκά το ελληνικό χαρτί, δύσκολα γίνεται αντιληπτό ως στρατηγική. Ότι, δηλαδή, η διατήρηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ κάπου εκεί στο 200% - όχι πως πιάνεται εύκολα κι αυτός!- ως «διαβατηρίου» προς τις αγορές είναι πολύ χλομή βάση, ώστε να μιλήσει κανείς για στρατηγική τη στιγμή που π.χ. με κινήσεις όπως η επιτάχυνση της καταβολής των αναδρομικών των συνταξιούχων ή η επισώρευση ρυθμίσεων, επιμήκυνσης δόσεων ή και η ανανέωση επιδομάτων κρίσης λειτουργούν σαφώς ως τακτικές κινήσεις. Αν μη ως γνώριμη προετοιμασία εδάφους προς μια (ακόμη) ΔΕΘ.

Άλλωστε, ακόμη και ως τακτικές κινήσεις («ναυαγοσωστικές» τις αποκαλούσε πολύπειρος τραπεζίτης) οι προετοιμασίες μέτρων, όπως διακινείται, σε ένα εύρος 5 έως 6 δισ. ευρώ που δεν φθάνει καν το 3% του ΑΕΠ τη στιγμή που η διαρροή πόρων από την τουριστική βύθιση και μόνον κινείται σε τάξη μεγέθους τετραπλάσια και βάλε. δεν είναι δε η μόνη απώλεια αυτή, αφού οι τωρινοί εκ νέου περιορισμοί κατατρώγουν τον τζίρο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Λειτουργεί και ο αντίστροφος πολλαπλασιαστής...

Μολαταύτα θα προτείνουμε στον αναγνώστη να επισκεφθεί μαζί μας δύο τουλάχιστον περιοχές πολιτικής όπου το να πολεμήσει κανείς προκειμένου να κρατήσει την καλή διάθεση των αγορών έχει ενδιαφέρον. (Ειδικά όταν αναφέρεται σε μια κυβέρνηση με καθ’ υπόθεσιν φιλελεύθερα/αγοραία αντανακλαστικά. Το να το εξηγούσε αυτό ο οποιοσδήποτε στους κατήγορους τύπου Πολάκη κατά της προσπάθειες Ευκλείδη Τσακαλώτου, το 2018-19, να μην ξεφύγει η διαχείριση «με… μια ακόμη παροχή στους δημόσιους υπαλλήλους» θα ήταν χαμένος κόπος.)

Πρώτα, η γνώριμη σε όλους προστασία της πρώτης κατοικίας - δηλαδή το πιο ευαίσθητο, πολιτικά, σημείο του άγους των κόκκινων δανείων. Το θέμα πάλι πλησιάζει σε ανάφλεξη, όσον υποστασιοποιείται το ενδεχόμενο πλειστηριασμών: από το τέλος Ιουλίου δεν ισχύει η μετά πολλές παρατάσεις προστασία. Όχι, δεν θα αναφερθούμε εδώ στο Πρόγραμμα «Γέφυρα», που θα συνεχίσει να δίνει ενδιάμεση λύση επιδότησης μέχρι το τέλος Ιανουαρίου - και τούτο, μάλιστα, όχι μόνον σε «κόκκινους» αλλά και σε «πράσινους» οφειλέτες. Γιατί μπορεί ήδη να διακινείται η πληροφορία ότι άνω των 35.000 ενδιαφερομένων έχουν υποβάλει αίτημα υπαγωγής και θα μπορούσαν άλλο ένα 50% του αριθμού αυτού να προστεθούν μέχρι τον Σεπτέμβριο. μπορεί μάλιστα να έχει ανοίξει η όρεξη και για «Γέφυρα-2». Πλην όμως το πρόγραμμα αυτό αφορά όσους βρέθηκαν με πρόβλημα λόγω της πανδημίας. (Ή θα βρεθούν τώρα, όθεν και το «Γέφυρα-2».) Όμως… όσο κι αν το ξετεντώσει κανείς το πράγμα, πρόκειται για προσέγγιση ΚΑΙ πρόσκαιρη ΚΑΙ υπό προϋποθέσεις.

Εκείνο όμως που περιλαμβάνεται στο νέο πλαίσιο «δεύτερης ευκαιρίας»/πτώχευσης ιδιωτών, δηλαδή η δημιουργία ενός ad hoc σχήματος αγοράς και διαχείρισης των ακινήτων ιδιωτών που θα έχουν πτωχεύσει, μίσθωση με έως 12ετή σύμβαση προς αυτούς (στους πλέον ευάλωτους με κρατική επιδότηση του ενοικίου) και με δικαίωμα επαναγοράς/first option στη λήξη, μπορεί να αποδειχθεί ενδιαφέρον. Αν στηθεί σωστά! Δεν είναι ένα σχήμα απλό στην κατανόηση από την κοινή γνώμη (ακόμη λιγότερο από τα πρωινάδικα), αλλά δίνει μια διέξοδο στις τράπεζες και δεν «ξεσπιτώνει» κόσμο. Έχει ασφαλώς αρκετά γκρίζα σημεία -αποτιμήσεις, μίσθωμα σε επίπεδα αγοράς, τίμημα επαναγοράςκαι χρειάζεται τελική έγκριση τρόικας/θεσμών. Προπαντός, όμως, χρειάζεται σοβαρή διαγωνιστική διαδικασία για ανάδειξη του φορέα διαχείρισης, που θα είναι ένας μόνον (για να μην υπάρχουν παρατράγουδα αλληλοϋπονόμευσης εν ονόματι του ανταγωνισμού), ιδιωτικός και γνώστης του πώς τα ενυπόθηκα δάνεια που θα αποκτήσει μαζί με τα ακίνητα θα τιτλοποιηθούν/«πακεταριστούν» ανάλογα με τον κίνδυνο που φέρουν. Και… θα διατεθούν στην αγορά - να, λοιπόν, πού χρειάζεται η αναγνώριση του «ελληνικού κινδύνου» από τις αγορές.

Αυτού του είδους το σχήμα, κάτι σαν «Ηρακλής2» (ήδη στον «Ηρακλή» η Eurobank και η Alpha, κοντά η συνέχεια) την ώρα που προωθείται και η πρόταση ΤτΕ για σχήμα AMC /συνολικής διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού, καθώς αναμένεται και μια νέα γενεά μηεξυπηρετούμενων δανείων κάπου στα 10 δισ. ευρώ (τα ήδη γνωστά ως Covid-19 NPLs…), δείχνει τι στρατηγικό βάθος μπορεί να έχει η δημιουργία (έγινε), διατήρηση (γίνεται) και η εμβάθυνση της επικοινωνίας με τις αγορές.