Συγκεκριμένα, στη θέση έχει ανασκαφεί ένας αψιδωτός γεωμετρικός ναός του 710-700 π.Χ., ένας πλίνθινος βωμός του 760-750 π.Χ., που ήταν το κέντρο της λατρείας πριν την κατασκευή του αψιδωτού ναού καθώς και η κεράμωση από έναν μεταγενέστερο ναό του 550 π.Χ.
Διαφορετικές χρονολογικές φάσεις του λατρευτικού κέντρου της αρχαίας αχαϊκής πόλης Ελίκης που καταστράφηκε από σεισμό το 375 π.Χ. αντιπροσωπεύουν σημαντικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στο Ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών Χρόνων στα Νικολέικα Αιγιάλειας, 7,5 χλμ. ανατολικά της σύγχρονης πόλης του Αιγίου.
Συγκεκριμένα, στη θέση έχει ανασκαφεί ένας αψιδωτός γεωμετρικός ναός του 710-700 π.Χ., ένας πλίνθινος βωμός του 760-750 π.Χ., που ήταν το κέντρο της λατρείας πριν την κατασκευή του αψιδωτού ναού καθώς και η κεράμωση από έναν μεταγενέστερο ναό του 550 π.Χ.
Η έρευνα διεξάγεται στο πλαίσιο του διετούς ερευνητικού προγράμματος της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση των Δρ Ερωφίλης Κόλια, προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας και Δρ Αναστασίας Γκαδόλου, προϊσταμένης του τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολογικών Χώρων και Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Στόχος του προγράμματος είναι η διερεύνηση των διαφόρων φάσεων του σημαντικού αυτού λατρευτικού κέντρου της αρχαίας πόλης Ελίκης, καθώς και των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας της εποχής μέσα από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και των προσφορών προς τη λατρευόμενη θεότητα.
Κατά την τελευταία ερευνητική περίοδο, που ολοκληρώθηκε στις 6 Αυγούστου 2020, ήρθαν στο φως τμήματα της κεράμωσης του αρχαϊκού ναού, καθώς και τμήμα από την κόμμωση (βόστρυχοι) πήλινης μορφής που πιθανότατα προέρχεται από τον πήλινο αετωματικό διάκοσμο του αρχαϊκού ναού. Σε χαμηλότερο επίπεδο, ανασκάφηκε τοίχος με κατεύθυνση Β-Ν, πιθανώς τμήμα κτηρίου του 8ου αι. π.Χ και ανατολικά αυτού στρώμα με συμποτικά αγγεία (κανθάρους, σκύφους, οινοχόες και αμφορίσκο), μαζί με οστά ζώων και ίχνη καύσης, πιθανότατα υπολείμματα λατρευτικών δείπνων, στοιχείο ιδιαίτερο σημαντικό για τη μελέτη των λατρευτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της κοινότητας. Επίσης, βρέθηκαν χάλκινα αντικείμενα και σιδερένιες αιχμές δοράτων, αλλά και τμήματα ωμοπλίνθων με κονίαμα που διασώζει κόκκινο χρώμα.
Η εργαστηριακή μελέτη των παραπάνω μεταλλίνων και δομικών στοιχείων, σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αναμένεται να διαλευκάνει πτυχές της τεχνολογίας της εποχής. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη μελέτη των οστών ζώων από εξειδικευμένο ζωοαρχαιολόγο (Ελένη Ψαθή) και την μελέτη των υπολειμμάτων καρπών και άλλων οργανικών στοιχείων που προήλθαν από την επίπλευση των χωμάτων της ανασκαφής από εξειδικευμένους αρχαιοβοτανολόγους (Καθηγ. Εύη Μαργαρίτη και υποψήφια Διδάκτορα κ. Κυριακή Τσίρτση), καταδεικνύουν τη διεπιστημονικότητα της συγκεκριμένης αρχαιολογικής έρευνας, αναγκαία για τη συλλογή όσων περισσότερων επιστημονικών στοιχείων είναι δυνατό, ώστε να μελετηθεί η αρχαία κοινωνία που ίδρυσε και λειτούργησε το σημαντικό αυτό λατρευτικό και θρησκευτικό κέντρο. Η σχεδιαστική και φωτογραμμετρική αποτύπωση όλων των ανασκαφικών στρωμάτων πραγματοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα Βαγγέλη Μαλκάκη για την πλήρη αρχαιολογική τεκμηρίωση.
Στη φετινή ανασκαφική έρευνα συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι και ο πολιτικός μηχανικός του ΥΠΠΟΑ, Γεωργία Ήβου, Παναγιώτα Σκιαδοπούλου, Σωτηρία Στουγγιώτη, Αριστέα Δημητρίου, Βασιλική Παπαγιάννη και Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, καθώς και απόφοιτοι και φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων, και του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
Σημαντική για την έρευνα στάθηκε η υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαϊας, αλλά και η οικονομική και υλική συνδρομή της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Αιγιαλείας, της εταιρείας Singer France και του ΟΠΑΚΕ του ομίλου COSMOTE.