Η Τάνια δεν μπορεί να μείνει μόνη της σε ένα δωμάτιο. Επί πολλές ημέρες, η Κάρλα νόμισε πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Το ψυχικό τραύμα παραμένει ενεργό για τους κατοίκους της Βηρυτού που επιβίωσαν από την καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι και αντιμετωπίζουν καθημερινά το θέαμα της κατεστραμμένης πόλης τους.
Η Τάνια δεν μπορεί να μείνει μόνη της σε ένα δωμάτιο. Επί πολλές ημέρες, η Κάρλα νόμισε πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Το ψυχικό τραύμα παραμένει ενεργό για τους κατοίκους της Βηρυτού που επιβίωσαν από την καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι και αντιμετωπίζουν καθημερινά το θέαμα της κατεστραμμένης πόλης τους.
Σε έναν Λίβανο πληγωμένο από δεκαετίες επιθέσεων και πολέμων -ο τελευταίος έγινε το 2006- η έκρηξη της 4ης Αυγούστου, που προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 171 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 6.000 και πλέον, συγκλόνισε την πρωτεύουσα και ξύπνησε σε ορισμένους τραύματα του παρελθόντος.
Μόλις άκουσε τους πρώτους θορύβους, η Κάρλα βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της στη συνοικία Γκιταουί, που επλήγη σφόδρα.
«Νόμισα ως ήταν αεροπορική επιδρομή. Συνέδεσα τον ήχο με εκείνον που θυμόμουν από τον πόλεμο του 2006», λέει, καθώς τα τζάμια του διαμερίσματος έσπασαν ως αποτέλεσμα της ισχυρής έκρηξης.
Έτρεξε στο κλιμακοστάσιο. Η γειτόνισσά της, μια ηλικιωμένη κυρία, άνοιξε ήρεμα την πόρτα για να σκουπίσει τα γυαλιά που είχαν γεμίσει το διαμέρισμά της.
«Ένα αντανακλαστικό από την εποχή του πολέμου. Όταν κάτι σπάει, σκουπίζουμε», εξηγεί η 28χρονη διαφημίστρια που εξακολουθεί να μην έχει το κουράγιο να ξαναεγκατασταθεί στο διαμέρισμά της. Στο σπίτι των γονιών της, δεν μπορεί να κλείσει μάτι.
«Ένα αυτοκίνητο περνάει στον δρόμο και σκέφτομαι ότι είναι ο θόρυβος ενός αεροπλάνου», συνεχίζει. «Όλα ξυπνάνε μνήμες του 2006. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ σε ποιο βαθμό ο πόλεμος με είχε σημαδέψει και τραυματίσει».
Πόρτα πόρτα
Στην κατεστραμμένη συνοικία Καραντίνα, όπου τα μπαλκόνια έχουν ανεμπόδιστη θέα προς τα χαλάσματα του λιμανιού, οι ομάδες των Γιατρών χωρίς Σύνορα πηγαίνουν πόρτα πόρτα για να προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη.
Η γλώσσα αρχίζει με δυσκολία να λύνεται.
«Μιλάνε και μας λένε πως αυτό τους κάνει να αισθάνονται καλύτερα, να διώξουν τον θυμό», εξηγεί η Νοέλ Ζουάν, διευθύντρια του προγράμματος ψυχικής υγείας της ΜΚΟ. Οι ψυχολογικές συνέπειες της έκρηξης είναι ορατές.
Στην είσοδο της κατεστραμμένης συνοικίας Μαρ Μιχαέλ, οι σφυριές ενός εργάτη πάνω σε μια σιδερένια πλάκα κάνουν έναν ηλικιωμένο κύριο να αναπηδήσει. Γυρίζει το κεφάλι στους ώμους και σκύβει με δυσκολία πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του. «Δεν είναι τίποτα», τον διαβεβαιώνει ένας περαστικός.
Αργότερα, κυκλοφορεί η είδηση ότι στο λιμάνι ξέσπασε πυρκαγιά. Ένα κύμα πανικού διαχέεται στους κατοίκους και σε όσους καθαρίζουν μπάζα. Ορισμένοι τρέχουν. Άγνωστοι ρωτάνε ο ένας τον άλλον για να δουν αν πρέπει να φύγουν. Τελικά, δεν είναι τίποτα σοβαρό.
«Ας μην ξεχνάμε πως αυτό συμβαίνει ενώ στον Λίβανο όλη η κοινωνία ζει ήδη υπό ψυχολογική πίεση», υπογραμμίζει η Ρίμα Μάκι, διευθύντρια ενεργειών ψυχικής υγείας στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, αναφερόμενη στην οικονομική κατάρρευση της χώρας και την πανδημία του νέου κορωνοϊού.
«Ένα τραυματικό συμβάν τέτοιου εύρους θα έχει προφανώς επιπτώσεις», εκτιμά, αναφερόμενη στις διάφορες και ποικίλες αντιδράσεις από τον έναν άνθρωπο στον άλλο.
Παραθέτει κυρίως τον πανικό, τον φόβο αν όχι την αποσύνδεση σε σχέση με την πραγματικότητα, «κανονικές αντιδράσεις σε μη κανονικά γεγονότα».
«Ένοχη που επέζησα»
«Τις δύο πρώτες ημέρες, έκλαιγα κάθε μέρα», ομολογεί η Τάνια, μια 32χρονη λογίστρια που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης την ώρα της έκρηξης.
«Έλεγα στον εαυτό μου 'γιατί κλαις, η οικογένειά σου είναι ασφαλής, άλλοι έχουν πεθάνει'. Ήταν σαν να αισθανόμουν ένοχη που επέζησα», προσθέτει αυτή η μητέρα δύο παιδιών.
Οι μώλωπές της τής θυμίζουν αυτά που πέρασε όμως θυμάται ελάχιστα από τη στιγμή της έκρηξης. Ακόμη και σήμερα, είναι αδύνατο να μείνει μόνη της.
«Την ημέρα είναι πιο εύκολο αλλά, τη νύχτα, δεν αντέχω. Ζητάω από κάποιον να μείνει δίπλα μου», παραδέχεται.
Ο παραμικρός θόρυβος την κάνει να πετάγεται, φοβάται τις πόρτες και τα παράθυρα. «Όταν ανοίγω ένα παράθυρο, φοβάμαι ότι θα εκραγεί στο πρόσωπό μου».
Ο Ομάρ καταδιώκεται από την ιδέα ότι θα μπορούσε να είχε παραμορφωθεί ή να έχει πεθάνει αν ήταν στο σπίτι του.
«Τα μαχαίρια της κουζίνας πέταξαν στον αέρα, όλα τα τζάμια έσπασαν μέσα στο σπίτι», λέει ο 30χρονος εικαστικός καλλιτέχνης, δύο συνάδελφοι του οποίου σκοτώθηκαν.
«Δεν ξέρω πώς κάποιος μπορεί να ξεπεράσει κάτι τέτοιο», συνεχίζει. «Συνεχίζουμε τη ζωή μας, αλλά τη συνεχίζουμε διαφορετικά».
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP