Ο πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος και επικοινωνιολόγος, Σταύρος Καλεντερίδης, μίλησε στο naftemporiki.gr για το τι φέρνει η επόμενη ημέρα της υπογραφής τής παραπάνω συμφωνίας για τις σχέσεις Ελλάδας–Τουρκίας, ποιον ρόλο καλείται να διαδραματίσει ευρύτερα η ελληνική κυβέρνηση και ποια θα είναι η στρατηγική κίνηση σε συνεργασία με την Κύπρο, «ικανή να κάμψει την τουρκική επιθετικότητα».
Μετά από χρόνια σύνθετων διαπραγματεύσεων και αναζήτησης της «χρυσής τομής» και για τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές, υπεγράφη από κοινού την περασμένη Πέμπτη, η συμφωνία μεταξύ του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, και του Αιγύπτιου ομόλογού του, Σάμεχ Σούκρι, αναφορικά με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς και την χάραξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
«Εθνική επιτυχία» την χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης υποστηρίζοντας πως «η συμφωνία με την Αίγυπτο στέλνει εντός κι εκτός Ελλάδας το μήνυμα ότι όταν η διπλωματία λειτουργεί με βάση το διεθνές δίκαιο μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Και μόνο το διεθνές δίκαιο είναι αυτό που εγγυάται τελικά την αρμονική συνύπαρξη των λαών και την ειρηνική επίλυση των όποιων διαφορών».
Στον αντίποδα αυτών, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, έκανε λόγο για μια συμφωνία «γραμμένη στο πόδι, πρόχειρη και χωρίς σαφείς συντεταγμένες», κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι σκόπιμα παραιτήθηκε από τη διασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων.
Ο πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος και επικοινωνιολόγος, Σταύρος Καλεντερίδης, μίλησε στο naftemporiki.gr για το τι φέρνει η επόμενη ημέρα της υπογραφής τής παραπάνω συμφωνίας για τις σχέσεις Ελλάδας–Τουρκίας, ποιον ρόλο καλείται να διαδραματίσει ευρύτερα η ελληνική κυβέρνηση και ποια θα είναι η στρατηγική κίνηση σε συνεργασία με την Κύπρο, «ικανή να κάμψει την τουρκική επιθετικότητα».
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Το ότι είναι «δίκαιη και κατοχυρώνει πλήρως τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας» δήλωσε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, μετά την υπογραφή της συμφωνίας με την Αίγυπτο, με τον Ρ. Ταγίπ Ερντογάν να απαντά στέλνοντας το «Oruc Reis» για γεωτρήσεις στη Μεσόγειο. Κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί από εδώ και στο εξής ένα «θερμό» επεισόδιο με την Τουρκία;
Δυστυχώς η επιθετικότητα της Τουρκίας και η πρόκληση για τη δημιουργία τετελεσμένων μέσω επεισοδίων, δεν κάμπτεται μέσω του διεθνούς δικαίου. Το ίδιο το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί απόδειξη αυτού. Η Άγκυρα αναζητεί και αρκείται σε ψήγματα νομιμότητας και νομιμοφάνειας για να μπορεί να δικαιολογήσει την παραβατική και αναθεωρητική συμπεριφορά της. Με άλλα λόγια, μεταφράζει κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο, και αξιοποιεί ένα μικρό του κομμάτι μόνο, το οποίο εξυπηρετεί τις πολιτικές της. Ουδαμώς επηρεάζεται από το δίκαιο, ενώ δεν πτοείται και από τις συμφωνίες που υπογράφει η Ελλάδα. Το μόνο το οποίο μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία να αναθεωρήσει, είναι μία δυνατή αποτρεπτική ισχύς της Ελλάδας, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, και ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με χώρες της Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής.
Μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τουρκολιβυκό μνημόνιο, νέος γύρος θαλάσσιων ερευνών παρά το ότι η ΕΕ εκφράζει ανοιχτά την αντίθεσή της. Ποια εκτιμάτε ότι είναι η πιθανότερη επόμενη κίνηση του Τούρκου προέδρου στη γεωπολιτική «αρένα»;
Η Τουρκία βρίσκεται εν αναμονή των εξελίξεων στη μάχη της Λιβύης (Σήρτη και Αλ Τζούφρα), η οποία θα επηρεάσει τις επόμενες κινήσεις της. Όσον αφορά το θαλάσσιο «μέτωπο», η Άγκυρα θα επιδιώξει αφενός μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με την Αθήνα (ΑΟΖ, αποστρατικοποίηση νησιών, μειονοτικό και γκρίζες ζώνες), ενώ ταυτόχρονα θα κλιμακώσει την ένταση στη χώρα που θεωρεί εύκολη «λεία» στην περιοχή – την Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει πως μετά από τις εκλογές του φθινοπώρου στο ψευδοκράτος, η Τουρκία θα προχωρήσει με νέα τουρκοκυπριακή «νομιμοποίηση» στις έρευνες σε αδειοδοτημένα οικόπεδα της Κύπρου. Ταυτόχρονα, και μετά τη συμφωνία με την Αίγυπτο, η Τουρκία φαίνεται πως θα επιδιώξει έρευνες στα όρια του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, και δη στην τουρκική ζώνη, προσπαθώντας έτσι να ακυρώσει την συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου. Εδώ η κρισιμότητα της κατάστασης είναι μεγάλη, διότι για πρώτη φορά η Ελλάδα θα κληθεί να υπερασπιστεί οριοθετημένη ΑΟΖ.
Τι ρόλο μπορεί να παίξει σε αυτή τη φάση η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ; Είναι πλέον ουτοπικό να μιλάμε για αποκλιμάκωση της έντασης και διενέργεια διαλόγου;
Παραπάνω από το ένα τρίτο των εξαγωγών οπλικών συστημάτων της Γερμανίας, καταλήγει πλέον στην Τουρκία. Παρακάμπτοντας τα εμπάργκο της Bundestag κατά χωρών που συμμετέχουν στον πόλεμο της Συρίας, της Λιβύης, κτλ., η Γερμανίδα καγκελάριος έχει επιτύχει εντέχνως τη συνέχεια των στρατιωτικών εξαγωγών στους Τούρκους, κάτι που τους καθιστά ικανούς να προβάλουν την πολεμική ισχύ τους στην περιοχή. Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας δεν είναι απλά άρρηκτες, αλλά μάλλον ισχυρότερες από ποτέ. Η Μέρκελ είναι κατά τα φαινόμενα ο άνθρωπος του Ερντογάν στην Ευρώπη, και αυτό καθίσταται πρόδηλο από την μετριοπαθή γλώσσα των κοινοτικών οργάνων κατά της αδιανόητα παραβατικής Τουρκίας, και από το Γερμανικό βέτο επί της σύναψης αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος – Γαλλίας.
Ένα ακόμη ανοιχτό «μέτωπο» με την Τουρκία αποτελεί το μεταναστευτικό, το οποίο δείχνει να έχει σχετικά κοπάσει. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, την χαρακτήρισε ως «έναν δύσκολο και απρόβλεπτο γείτονα». Κατά πόσο η συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου ενδέχεται να λειτουργήσει και εδώ ως «λάδι στη φωτιά»;
Είναι λάθος να νομίζουμε πως οι μεταναστευτικές ροές έχουν κοπάσει. Αν αυτό αποτελεί πραγματικότητα στον Έβρο, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική στα νησιά, τα οποία συνεχίζουν να δοκιμάζονται, και δίχως ουσιαστικό κυβερνητικό πρόγραμμα, οι συνθήκες καθίστανται πλέον μη βιώσιμες και για τους μετανάστες, αλλά και για τους κατοίκους.
Η καθοδική τάση της τουρκικής λίρας έκανε τη χώρα να «φλερτάρει» έντονα με συναλλαγματική κρίση, σε μια εποχή που ο Ερντογάν επιχειρεί να ασκήσει πολιτική μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Μήπως όλες οι πρόσφατες ενέργειές του είναι μέρος της τακτικής του να κατευθύνει την προσοχή μακριά από την εν λόγω «αχίλλειο πτέρνα» του;
Είναι σίγουρα έτσι σε κάποιο βαθμό, και η κατάσταση φαίνεται πως χειροτερεύει. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να αμελούμε το στρατηγικό βάθος και την κρατική συνέχεια των γειτόνων – πράγματα άγνωστα για τη χώρα μας. Ωστόσο, με νέα υποβάθμιση της λίρας, και με το Κατάρ να αδυνατεί πλέον να στηρίξει ένα νόμισμα το οποίο φυτοζωεί, το εν λόγω πρόβλημα φαίνεται πως είναι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το Τουρκικό καθεστώς.
Το βλέμμα της Τουρκίας δεν παύει να στρέφεται και στην Κυπριακή ΑΟΖ, μόλις λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση του «Μπαρμπαρός» από την περιοχή νοτίως του Καστελορίζου. Αποτελεί ίσως άλλο ένα τέχνασμα από την πλευρά του Τούρκου προέδρου, στο πλαίσιο της επιδίωξής του για λύση υπέρ της χώρας του σε Eλληνοτουρκικά και Κυπριακό;
Η Τουρκία έχει πάψει να επιδιώκει λύση στο Κυπριακό ζήτημα, και αυτό διότι παρά τις αμετροεπείς παραχωρήσεις ελλαδικών και ελληνοκυπρίων πολιτικών, η Άγκυρα επιθυμεί αφενός να κυριαρχεί πλήρως στο βόρειο τμήμα του νησιού, και αφετέρου να ασκεί συγκυριαρχία στο νότιο ελεύθερο τμήμα του, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να αποδεχθεί ο Ελληνισμός. Η Κύπρος, όντας στρατηγικά μόνη, είναι ο αδύναμος κρίκος της άμυνας κατά της ιμπεριαλιστικής Τουρκίας και γι’ αυτό οι Τούρκοι στρέφονται ξανά εναντίον της. Για τον λόγο αυτό, αναγκαιεί η θέσπιση ενός αμυντικού συμφώνου Ελλάδος – Κύπρου, ικανό να κάμψει την τουρκική επιθετικότητα.
Έχετε διατυπώσει το λεγόμενο «Ελληνικό Όραμα» αναφορικά με την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Πώς θα μπορούσε αυτό να υλοποιηθεί και σε τι συνίσταται ο βασικός πυλώνας μιας πιθανής επιτυχίας του;
Η ιδέα αυτή συναποτελείται από δύο πυλώνες. Ο ένας είναι πράγματι η ένωση των δύο ΑΟΖ Ελλάδος – Κύπρου. Μία ένωση που θα προσέφερε πολλαπλά οφέλη στα δύο ελληνικά κράτη: από τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, την προστασία του περιβάλλοντος, μέχρι και την αξιοποίηση του ορυκτού και αλιευτικού πλούτου. Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στο αμυντικό σύμφωνο Ελλάδος – Κύπρου το οποίο θα υπερκαλύψει το ενιαίο αμυντικό δόγμα και θα αντικαταστήσει de facto και de jure τις αναχρονιστικές συνθήκες εγγυήσεων. Το μόνο το οποίο απαιτείται για την υλοποίηση και των δύο αξόνων, είναι η σχετική πολιτική βούληση και πρωτοβουλία Αθήνας και Λευκωσίας, μιας και η διμερής οριοθέτηση ΑΟΖ, όπως και η σύναψη αμυντικού συμφώνου, αποτελούν φυσικά κυριαρχικά δικαιώματα κάθε κράτους.