Με τη διεξαγωγή της ΔΕΘ ακόμη σε αμφιβολία -«προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα συνωστισμού», επισήμως, όσο η επανεμφάνιση/εμμονή κρουσμάτων κορονοϊού δείχνει ότι η πρακτική της αυτεπιβράβευσης δημιουργεί κινδύνους-, χρειάστηκε να θυμίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος την ανάγκη να υπάρξει «στις αρχές του φθινοπώρου» ανακοινωμένο σχέδιο για την οικονομία. «Γιατί δεν μπορεί να κατατεθεί [αυτό] στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χωρίς να έχει προηγηθεί εσωτερική διαβούλευση».
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Με τη διεξαγωγή της ΔΕΘ ακόμη σε αμφιβολία -«προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα συνωστισμού», επισήμως, όσο η επανεμφάνιση/εμμονή κρουσμάτων κορονοϊού δείχνει ότι η πρακτική της αυτεπιβράβευσης δημιουργεί κινδύνους-, χρειάστηκε να θυμίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος την ανάγκη να υπάρξει «στις αρχές του φθινοπώρου» ανακοινωμένο σχέδιο για την οικονομία. «Γιατί δεν μπορεί να κατατεθεί [αυτό] στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χωρίς να έχει προηγηθεί εσωτερική διαβούλευση».
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς πώς/πόσο η παράδοση να ξετυλίγεται από την κυβέρνηση η προσδοκία οικονομικής πολιτικής στη ΔΕΘ, έτσι όπως πέρσι διαψεύσθηκε/αδειάστηκε με την επέλευση του Covid-19, ή όπως το (αλήστου μνήμης) Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης του 2014-15 είχε σβήσει με το Μνημόνιο-3, φέτος ήδη «φορτώνεται» στην ανάγκη υποβολής Εθνικού Σχεδίου εν όψει Ταμείου Ανάκαμψης/Next Generation EU.
Yπ’ αυτήν την έννοια, η Ενδιάμεση Έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη είναι κρίμα που δεν αφέθηκε να παίξει αυτόν τον ρόλο - του καταλύτη της εσωτερικής διαβούλευσης. «Κρίμα», επειδή γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ενδιάμεση Έκθεση ήταν ιδεώδης: έθετε τα ζητήματα, περιέγραφε την κατάσταση, κατέθετε κατευθύνσεις - και άφηνε περιθώρια τόσο για συζήτηση όσο και για συγκεκριμενοποίηση/επέκταση. [Χαρακτηριστικό της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα του 2020: ούτε όσοι λάτρεψαν την Έκθεση Πισσαρίδη, ούτε όσοι ξιφούλκησαν εναντίον της στάθηκαν όσο θα γινόταν/όσο θα ‘πρεπε στο ότι τα 3 τελευταία -καθοριστικά- Κεφάλαιά της έχουν μείνει… κενά, με ενδεικτική μόνον αναφορά].
Πρώτα πρώτα οι Άξονες Αναπτυξιακής Πολιτικής, δηλαδή οι κάθετες πολιτικές (που η προσέγγιση Πισσαρίδη δεν τις πολυσυμπαθεί, αλλά τις αναφέρει ενδεικτικά): γεωργία/διατροφή, μεταποίηση/ βιομηχανία, υποδομές, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, τεχνολογία/έξυπνη εξειδίκευση, μεταφορές, τουρισμός, πολιτισμός. Ύστερα, οι πηγές χρηματοδότησης: όχι μόνον η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και ΠΔΕ, ΕΣΠΑ, μόχλευση μέσω ΣΔΙΤ και Αναπτυξιακής Τράπεζας, καθώς και -ευθέως- κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων. Τέλος, το πιο κρίσιμο, η «διακυβέρνηση»/governance του Σχεδίου με παρακολούθηση, αξιολόγηση, τέτοια άγνωστα για την ελληνική μας παράδοση πράγματα…
Βέβαια, ας μη μεμψιμοιρούμε: ούτε «οι Βρυξέλλες» έχουν προχωρήσει σοβαρά την προετοιμασία! Μόνον έπειτα από ταρακούνημα Βερολίνου και Ρώμης αποφάσισε η Ευρ. Επιτροπή von der Leyen να δημιουργήσει task force για το Ταμείο Ανάκαμψης, ή μάλλον ακριβέστερα «για την Ανάκαμψη και την Ανθεκτικότητα». Θα δραστηριοποιηθεί -λέει- από τις 16 Αυγούστου («ιερές οι διακοπές»), με υπαγωγή απευθείας στο Γραφείο της προέδρου, υπό την αναπληρώτρια γενική γραμματέα Celine Gauer. Γαλλίδα, με καριέρα στη Γεν. Διεύθυνση Ανταγωνισμού επί δύο δεκαετίες, χωρίς πείρα στις διαρθρωτικές χρηματοδοτήσεις (πάντως… παίζει βιολοντσέλο). Θα συνεργάζεται με τον John Watson για τη «Δίδυμη Μετάβαση», τον Francois Arbault για την «Πράσινη Συμφωνία»/Ενέργεια κοκ, και τον Olivier Girard για την Ψηφιακή Οικονομία, την Καινοτομία και τη Βιομηχανία. Θα τους ανακαλύψει -είμαστε βέβαιοι- η ελληνική κυβέρνηση όσο θα ετοιμάζει το Εθνικό Σχέδιο. Μόνο που… περισσότερο ηχούν άνθρωποι της ρυθμιστικής παρέμβασης, παρά των διαρθρωτικών χρηματοδοτήσεων.
Πάντως, επειδή στη ΔΕΘ -έστω κι αν διεξαχθεί εν μέρει διαδικτυακά- παραδοσιακά αναζητείται αισιόδοξο μήνυμα, αν κανείς επιμείνει να αναζητήσει θετικά στοιχεία, ας σταθεί στο πώς πέρασε και πάλι σε αρνητικό έδαφος -στο -0,04%- το επιτόκιο που χρειάστηκε να δοθεί από τον ΟΔΔΗΧ προκειμένου να «σηκωθούν» 625 εκατ. ευρώ με 3μηνα έντοκα αρχές Αυγούστου (συν 187,5 εκατ. σε μη ανταγωνιστικές προσφορές). Σε αρνητικό έδαφος και πάλι, λοιπόν, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μετά την επέλευση του ταρακουνήματος του κορονοϊού. Ήδη, μία εβδομάδα νωρίτερα, σχεδόν στο μηδέν (στο 0,02% έναντι 0,13% της προηγούμενης έκδοσης) βγήκαν τα 6μηνα έντοκα, για αντίστοιχο πάλι ποσό. Ακόμη νωρίτερα, στο 0,25% είχε καταλήξει δημοπρασία ετήσιων έντοκων, για 1 δισ. ευρώ.
Με τις σταθερά συνεχιζόμενες συμπαθητικές αυτές εκδόσεις εντόκων, που προσελκύουν πλέον σταθερά και ζήτηση εξωτερικού, συν τις έως τώρα εκδόσεις ομολόγων (που «προαναγγέλλεται» ότι θα συνεχισθούν και το φθινόπωρο σε περιβάλλον πτωτικών/ευνοϊκών αποδόσεων - στο 0,99% το 10ετές, μια ανάσα κάτω από τη συμβολική μονάδα στο 0,21% το ακόμη δημοφιλέστερο 5ετές) επιδιώκεται να εμπεδωθεί διπλός στόχος. Πρώτον, τα σιγά σιγά εγκαθιστάμενα στην προσοχή όλων (μάλιστα τώρα που ανεβαίνει η ανησυχία κορονοϊού…) ταμειακά διαθέσιμα της χώρας να μη βρεθούν κάτω από τα 30 ή και 33 δισ. ευρώ σ’ όλη την περίοδο μέχρι και το 2022. Δεύτερον, να δοθεί στις αγορές το σήμα/η διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα «παίζει» ακόμη και χωρίς να αρχίσουν οι εισροές από τα ευρωπαϊκά προγράμματα κατά της πανδημίας (το 1,5 δισ. από το SURE για την κάλυψη εργατικού κόστους, τα έως και 4 δισ. διαθέσιμα από την αμφιλεγόμενη πιστωτική γραμμή του ESM).