Ένα υποψήφιο φάρμακο που αναπτύχθηκε από το Salk Institute for Biological Studies και μέχρι τώρα ήταν γνωστό για τις επιδόσεις του ως προς την επιβράδυνση της γήρανσης στα εγκεφαλικά κύτταρα, ήταν σε θέση να αντιστρέψει επιτυχώς την απώλεια μνήμης σε ένα μοντέλο ποντικιού με κληρονομηθέν Αλτσχάιμερ.
Ένα υποψήφιο φάρμακο που αναπτύχθηκε από το Salk Institute for Biological Studies και μέχρι τώρα ήταν γνωστό για τις επιδόσεις του ως προς την επιβράδυνση της γήρανσης στα εγκεφαλικά κύτταρα, ήταν σε θέση να αντιστρέψει επιτυχώς την απώλεια μνήμης σε ένα μοντέλο ποντικιού με κληρονομηθέν Αλτσχάιμερ.
Η νέα έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο Redox Biology, αποκαλύπτει επίσης πως το φάρμακο, CMS121, λειτουργεί αλλάζοντας τον τρόπο που το εγκεφαλικά κύτταρα μεταβολίζουν τα λιπίδια.
«Ήταν ένα πιο δύσκολο τεστ ως προς το πόσο καλά αυτή η ένωση θα λειτουργούσε σε θεραπευτικό πλαίσιο σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες μας» είπε η Πάμελα Μάχερ, επιστήμονας στο εργαστήριο του καθηγητή Ντέιβιντ Σούμπερτ και senior author του νέου επιστημονικού άρθρου. «Με βάση την επιτυχία αυτής της μελέτης, αρχίζουμε τώρα να επιδιώκουμε κλινικές δοκιμές».
Τις τελευταίες δεκαετίες η Μάχερ μελετά πώς ένα χημικό ονόματι φισετίνη, που βρίσκεται σε φρούτα και λαχανικά, μπορεί να βελτιώσει τη μνήμη και ακόμα και να αποτρέψει ασθένειες σαν το Αλτσχάιμερ σε ποντίκια. Πρόσφατα η ομάδα συνέθεσε διαφορετικές παραλλαγές φισετίνης και διαπίστωσε πως μία εξ αυτών, η CMS121, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς τη βελτίωση της μνήμης των ζώων και την επιβράδυνση του εκφυλισμού των εγκεφαλικών κυττάρων.
Στη νέα μελέτη η Μάχερ και οι συνάδελφοί της δοκίμασαν τη CMS121 σε ποντίκια που παρουσίαζαν ασθένεια αντίστοιχη του Αλτσχάιμερ. Η ομάδα έδινε σε κάποια από τα ποντίκια ημερήσιες δόσεις CMS121, αρχίζοντας από ηλικία εννιά μηνών- το αντίστοιχο της ανθρώπινης μέσης ηλικίας- και αφού τα ποντίκια είχαν ήδη αρχίσει να παρουσιάζουν προβλήματα εκμάθησης και μνήμης. Μετά από τρεις μήνες με το φάρμακο, σε ηλικία 12 μηνών, τα ποντίκια – τόσο αυτά που είχαν πάρει CMS121 όσο και αυτά που δεν είχαν πάρει- πέρασαν μια σειρά από τεστ μνήμης και συμπεριφοράς. Και στους δύο τύπους τεστ, τα ποντίκια με ασθένεια τύπου Αλτσχάιμερ που είχαν λάβει το φάρμακο είχαν επιδόσεις αντίστοιχες με αυτές υγιών ζώων, ενώ αυτά που δεν το είχαν λάβει παρουσίαζαν κακές επιδόσεις.
Για να κατανοήσουν την επίδραση του φαρμάκου, οι ερευνητές σύγκριναν τα επίπεδα διαφορετικών μορίων στους εγκεφάλους των τριών ομάδων ποντικιών. Όπως διαπιστώθηκε, όσον αφορά στα επίπεδα των λιπιδίων, τα ποντίκια με την ασθένεια είχαν διαφορές σε σχέση με αυτά που ήταν υγιή και αυτά που είχαν πάρει το φάρμακο. Για την ακρίβεια οι επιστήμονες βρήκαν διαφορές σε κάτι που είναι γνωστό ως υπεροξείδωση των λιπιδίων- την υποβάθμιση των λιπιδίων που παράγει νέα δραστικά μόρια τα οποία προκαλούν βλάβη στα κύτταρα. Τα ποντίκια με Αλτσχάιμερ είχαν υψηλότερα επίπεδα υπεροξείδωσης των λιπιδίων σε σχέση με υγιή ποντίκια ή αυτά που είχαν λάβει CMS121. Επίσης, οι ερευνητές πήγαν παραπέρα, δείχνοντας πως η CMS121 μείωνε τα επίπεδα ενός μορίου παραγωγής λιπιδίων, του FASN (fatty acid synthetase), κάτι που με τη σειρά του μείωνε τα επίπεδα υπεροξείδωσης λιπιδίων. Όταν αναλύθηκαν τα επίπεδα FASN σε δείγματα από ανθρώπους ασθενείς που είχαν πεθάνει από Αλτσχάιμερ, διαπιστώθηκε πως οι ασθενείς είχαν υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης FASN σε σχέση με υγιείς ασθενείς- κάτι που υποδεικνύει ότι το FASN θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο για φάρμακα κατά του Αλτσχάιμερ.