Μέρα βαριά. Ο νους πολλών στην Αγια-Σοφιά. Στην πρώτη ισλαμική προσευχή «στον ουρανό πάνω από την Αγία Σοφία», που για τον Ερντογάν «καταδεικνύει ότι βάζουμε τη σημαία μας πάντοτε ακόμη πιο ψηλά, όταν οι εχθροί μας προσπαθούν να την τραβήξουν προς τα κάτω». Επιστροφή στα παλιά, τη δόξα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Μέρα βαριά. Ο νους πολλών στην Αγια-Σοφιά. Στην πρώτη ισλαμική προσευχή «στον ουρανό πάνω από την Αγία Σοφία», που για τον Ερντογάν «καταδεικνύει ότι βάζουμε τη σημαία μας πάντοτε ακόμη πιο ψηλά, όταν οι εχθροί μας προσπαθούν να την τραβήξουν προς τα κάτω». Επιστροφή στα παλιά, τη δόξα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ιστορία πραγματώνεται σε κύματα, πάντα βρίσκουν χώρο, για να βολευτούν τα πισωγυρίσματα. Αποτυπώνονται σχεδόν μοιραία σε μεγάλου συμβολισμού κτίσματα. Σε ένα κορυφαίο αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό μνημείο. Άλλωστε, και οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας ήταν μάλλον χλιαρές, βαριεστημένες. Σαν μια ράθυμη μέρα σε τουρκικό καφενέ.
Απ’ αυτούς που περιγράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα «Ταξιδιωτικά». «Όταν έμπαινες μέσα και καθόσουν με το ναργιλέ ορθό πάνω στο τραπέζι και τον καφέ δίπλα σου, ξέχναγες αμέσως την αληθινή σου ύπαρξη κι έπρεπε να βάλεις το χέρι στο κεφάλι, για να βεβαιωθείς πως δε φορούσες σαρίκι και να κοιταχτείς ολόκορμος, για να πιστέψεις πως δεν είσαι κανείς μπέης είτ’ αφέντης...
Την αλλαγή και το νεωτερισμό, που πήρε θεληματικά και αθέλητα, με του καιρού το ξετύλιγμα η τούρκικη ζωή, τον φραγκοφορεμένο στρατό... και τη χεροχτοφορεμένη χανούμισσα, που σεργιανούσε στο πεζοδρόμι και τον Τούρκο, που παζάρευε στην αγορά, όλα γιαμιάς τα έχανες εκεί μέσα και γύριζες πίσω και πίσω, στη μυθική και παράδοξη των Τούρκων εποχή.
Οι τοίχοι ζερβόδεξα ήταν σκεπασμένοι, από πάνω ως κάτω, με εικόνες διάφορες και πλέον περίεργες η μία της άλλης... ο Αλής, του Μωάμεθ ο θρησκευτικός αντίπαλος, έσχιζε με μια σπαθιά στα δύο, κρανοφορεμένο και ασπιδοσκεπασμένο καβαλάρη ψηλά στα σύγνεφα.
Μια εικόνα έδειχνε το Χατζή Μπεκτάς να γυρίζει στους δρόμους του Ικονίου καβάλα σε φοβερό λιοντάρι. Άλλη... πλεούμενα διάφορα, στόλους τουρκικούς με παράδοξα άρμενα και παραδοξότερα σκάφη και πλέον παραδοξότερους ναύτες, μέσα σε ακόμη πλέον παραδοξότερη θάλασσα...
Και σ’ όλον αυτό το σωρό των εικόνων και των χρωμάτων και των εκφράσεων, τίποτε δεν έβλεπες το σημερινό και το ευρωπαϊκό, έξω από το γυαλί που τις σκέπαζε και τις κορνίζες που τις τριγύριζαν... Βαλσαμωμένες μούμιες της Αιγύπτου αν είχες περίγυρά σου, δε θα βρισκόσουν ποτέ σε τόση στενοχώρια και σε τόση ραθυμία».