Απόψεις
Πέμπτη, 16 Ιουλίου 2020 07:00

Ευκαιρίες και κίνδυνοι του διαλόγου

Παρά την ένταση που επικρατεί την τελευταία περίοδο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν έχουν επικοινωνήσει δύο φορές σε έναν μήνα. Την πρώτη απευθείας μέσω τηλεφωνικής επαφής και τη δεύτερη διά των στενών συμβούλων τους στο Βερολίνο. Και στις δύο περιπτώσεις η ανάμιξη της Γερμανίας ήταν αποφασιστική. Την πρώτη διότι καλλιέργησε το έδαφος και τη δεύτερη διότι μεσολάβησε και φιλοξένησε τις συζητήσεις των διπλωματικών συμβούλων, γράφει ο Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου.

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]

Παρά την ένταση που επικρατεί την τελευταία περίοδο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν έχουν επικοινωνήσει δύο φορές σε έναν μήνα. Την πρώτη απευθείας μέσω τηλεφωνικής επαφής και τη δεύτερη διά των στενών συμβούλων τους στο Βερολίνο. Και στις δύο περιπτώσεις η ανάμιξη της Γερμανίας ήταν αποφασιστική. Την πρώτη διότι καλλιέργησε το έδαφος και τη δεύτερη διότι μεσολάβησε και φιλοξένησε τις συζητήσεις των διπλωματικών συμβούλων.

Είναι προφανές ότι η δημιουργία και η διατήρηση ενός διαύλου επικοινωνίας μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν αποτελεί μια θετική εξέλιξη, ιδίως σε περίοδο κρίσης. Δεν είναι, όμως, το ίδιο ξεκάθαρο εάν αυτό το ελληνο-τουρκικό κανάλι θα πρέπει να παραμείνει εσαεί υπό την άτυπη γερμανική «κηδεμονία». Ενδεικτική των παρενεργειών που μπορεί να έχει για την Ελλάδα η μεσολάβηση της Γερμανίας ήταν η επιλογή του Τσαβούσογλου να βγάλει «στη φόρα» τη μυστική τριμερή συνάντηση. Με την κίνηση αυτή η Άγκυρα θέλησε, κατά τα φαινόμενα, να εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά της για όσα διημείφθησαν. Και πιθανότητα η ενόχληση αυτή να στρέφεται περισσότερο προς τη Γερμανία, παρά προς την Ελλάδα.

Η κίνηση Τσαβούσογλου αποτελεί, όμως, τον προπομπό μιας σύγκρουσης Ε.Ε. - Τουρκίας ή είναι απλώς μια μορφή «ανατολίτικου παζαριού» μεταξύ δύο μεγάλων οικονομικών εταίρων; Οι επόμενες εβδομάδες και η στάση που θα κρατήσει το Βερολίνο στο θέμα της επιβολής κυρώσεων κατά της Τουρκίας θα δείξουν εάν η Γερμανία είναι αποφασισμένη να βάλει όρια στον ανεξέλεγκτο Ερντογάν ή να ακολουθήσει απλώς μια πολιτική κατευνασμού τουλάχιστον για την περίοδο της προεδρίας της στο Συμβούλιο της Ε.Ε.

Η απόφαση της Ελλάδας να πλαισιώνει τις ελληνο-τουρκικές διαφορές ως ευρω-τουρκικές είναι ορθή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ταυτίζει την Ε.Ε. με το Βερολίνο. Ούτε να παραβλέπει, βέβαια, την ευκαιρία που παρέχει η Συμφωνία των Πρεσπών για να καταστεί η Ελλάδα αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια. Αν μάλιστα οι εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία ευνοήσουν τη σταθεροποίησή της, τότε ανοίγονται περισσότεροι δρόμοι για μια πολυδιάστατη ελληνική διπλωματία απέναντι στον απρόβλεπτο εξ ανατολών γείτονα.