Μεγαλύτερη πολιτική σημασία βλέπει, η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, σε αυτά που δεν λέει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις .
Μεγαλύτερη πολιτική σημασία βλέπει, η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, σε αυτά που δεν λέει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις.
Μιλώντας από το βήμα της Βουλής, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει πως «το νομοσχέδιο της ΝΔ προσβάλλει ευθέως τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι», κάτι που για την κ. Αχτσιόγλου ερμηνεύεται ως συνέχεια στην εχθρική διάθεση της κυβέρνησης απέναντι στα δικαιώματα με συλλογική εκφορά, στάση που τηρεί η κυβέρνηση γιατί τα συλλογικά δικαιώματα την απειλούν.
«Το νομοσχέδιο συνεχίζει την επίθεση που έγινε ήδη στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η κυβέρνηση αφού ολοκλήρωσε την επίθεση στο ένα δικαίωμα με συλλογική εκφορά έρχεται να χτυπήσει και το δεύτερο συλλογικό δικαίωμα» λέει χαρακτηριστικά για να συνεχίσει υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με τη συνταγματική θεωρία «κανένας περιορισμός δεν είναι επιτρεπτός και ανεκτός αν καθιστά το δικαίωμα πρακτικά ανεφάρμοστο, όπως κάνει το νομοσχέδιο».
«Όταν το Σύνταγμα προβλέπει στην εγγύηση ενός δικαιώματος συγκεκριμένους περιορισμούς απαγορεύεται αυτοί οι περιορισμοί να διευρυνθούν και να προστεθούν και άλλοι, όπως απαράδεκτα κάνει αυτό το νομοσχέδιο» καταλήγει.
Η κ. Αχτσιόγλου σημειώνει, παράλληλα, ότι «η κυβέρνηση προσπάθησε να κάνει ιδιώνυμο αδίκημα τη συμμετοχή σε μία διαδήλωση η οποία θα είχε απαγορευτεί με βάση τις διατάξεις που η ίδια έθεσε. Παρ’ ότι το απέσυρε, για να υπάρξει κάποια συναίνεση από το ΚΙΝΑΛ, δεν πρέπει κανείς να ξεχάσει ποτέ ότι έγινε αυτή η απόπειρα, διότι δείχνει και τις προθέσεις του κ. Χρυσοχοΐδη και την κατεύθυνση του κ. Μητσοτάκη».
Επισημαίνοντας ότι «η πολιτική ουσία δεν βρίσκεται στις τεχνικές διατυπώσεις του νομοσχεδίου, αλλά στο τι κινητοποιεί την κυβέρνηση να το εισηγηθεί», πρόσθεσε ότι οι λόγοι είναι δύο «ο ένας λόγος είναι συγκυριακός, η κυβέρνηση ξέρει ότι ξεκινάει μία μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία με τις αποφάσεις που έχει λάβει θα προκαλέσει τεράστια κοινωνική δυσαρέσκεια. Διότι έχει λάβει αποφάσεις που φτωχοποιούν τον κόσμο της εργασίας, οδηγούν σε μαζικές απολύσεις, οδηγούν τις μικρές επιχειρήσεις σε λουκέτα και αργά ή γρήγορα η κοινωνική δυσαρέσκεια θα συγκροτηθεί και θα εκφραστεί. Επειδή αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια δεν μπορεί να την καναλιζάρει, να την χειραγωγήσει, να την φρενάρει -όπως γίνεται με τα 20 εκατ. ευρώ που δόθηκαν στα ΜΜΕ- η κυβέρνηση προσπαθεί ουσιαστικά να την αποτρέψει εκ των προτέρων, καθιστώντας παράνομη οποιαδήποτε έκφρασή της».
Ο δεύτερος λόγος, προσθέτει, «είναι βαθιά ιδεολογικός και δομικός, η ΝΔ όπως κάθε νεοφιλελεύθερη δύναμη εχθρεύεται τα συλλογικά δικαιώματα γιατί εκφράζουν αμφισβήτηση στην κυρίαρχη δομή εξουσίας, στο κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, στον κυρίαρχο τρόπο διαβίωσης», είναι όμως και γιατί «δεν κατανοεί την κοινωνία ως ένα σύνολο συλλογικοτήτων που μπορεί να έχουν κοινά συμφέροντα και κοινά αιτήματα, να διαδηλώνουν και να διεκδικούν. Για τη ΝΔ, όπως και για τη Θάτσερ, κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν άτομα και οι οικογένειές τους».
Η κ. Αχτσιόγλου , ολοκληρώνει την ομιλία της λέγοντας πως η ΝΔ «δεν μπορεί να καταλάβει, επίσης, ότι αυτή τη φυσική τάση των ανθρώπων να βρίσκονται μαζί, να συναθροίζονται και να διεκδικούν για τα κοινά τους συμφέροντα, δεν μπορεί να την περιορίσει ούτε να την καταργήσει. Είναι αστείο να νομίζει ότι αυτή την ανθρώπινη τάση ένα διοικητικό μέτρο μπορεί να την καταργήσει. Δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις εργατικές κινητοποιήσεις, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, το κίνημα τώρα στην Αμερική κατά της αστυνομικής βίας. Με αυτή την έννοια, αυτό το νομοσχέδιο ούτως ή άλλως δεν θα εφαρμοστεί».