Σήμερα, με δεδομένες τις αναταράξεις και τις αλλαγές που προκαλεί η πανδημία COVID-19 στην παγκόσμια οικονομία, η ανάγκη για ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση και εξωστρεφή μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Σήμερα, με δεδομένες τις αναταράξεις και τις αλλαγές που προκαλεί η πανδημία COVID-19 στην παγκόσμια οικονομία, η ανάγκη για ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση και εξωστρεφή μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η μείωση του ΑΕΠ των χωρών - μελών του λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας αναμένεται να κυμανθεί από 15% μέχρι και 35% φέτος. Η μεγαλύτερη εκτιμώμενη μείωση αφορά δυστυχώς την Ελλάδα, λόγω της υψηλής εξάρτησης της οικονομίας της από τον τουρισμό και συναφείς δραστηριότητες, όπως οι αερομεταφορές, η εστίαση κ.ά. Με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η συνολική συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 20,2% στην Ελλάδα, έναντι 9% στη Γαλλία, 13,1% στην Ιταλία, 14,9% στην Ισπανία και 17,8% στην Πορτογαλία, ενώ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο τουρισμός συνεισφέρει το 10% του ΑΕΠ.
Εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, ο κλάδος του τουρισμού έχει υποστεί σήμερα καθίζηση, ενώ κανείς ακόμη δεν γνωρίζει αν η ζημιά θα περιοριστεί στο 2020. Ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, ενδέχεται να υπάρξουν πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει άμεσα να επανεξετάσουμε το αναπτυξιακό μίγμα της ελληνικής οικονομίας.
Ο τουρισμός είναι και θα παραμείνει μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα, δεν μπορεί όμως να συνεχίσει να αποτελεί «μονοκαλλιέργεια». Γι’ αυτό και η επανεκκίνηση μετά την κρίση είναι απαραίτητο να συνδυαστεί με τη μετάβαση σε ένα μοντέλο εστιασμένο περισσότερο στην παραγωγή και τις εξαγωγές αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα. Σήμερα, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στο ΑΕΠ, τόσο για τη μεταποίηση όσο και για τις εξαγωγές αγαθών. Παρά τη δυναμική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο παραμένει στάσιμο, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Τα κυριότερα «αγκάθια» για τις ελληνικές εξαγωγές, όπως αναδείχθηκαν και στο πλαίσιο σχετικής μελέτης που πραγματοποίησε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών σε συνεργασία με την Ernst & Young, είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο και σχετικά χαμηλή προστιθέμενη αξία.
Στη βάση αυτών των προβλημάτων βρίσκεται ο κατακερματισμός της παραγωγικής -και κατ’ επέκταση της εξαγωγικήςβάσης της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα, οι εξαγωγές στηρίζονται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, με περίπου 270 επιχειρήσεις να πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών, και τις πέντε μεγαλύτερες εξ αυτών να καλύπτουν το 25,9% των εξαγωγών.
Οι ΜμΕ και ιδιαίτερα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν το 96,9% του συνόλου, υστερούν σημαντικά σε όρους παραγωγικότητας και μεγέθους, έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Το ποσοστό που καταλαμβάνουν οι εξαγωγές στις συνολικές πωλήσεις των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιστοιχεί μόλις στο 42% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ για τις μεσαίες το ποσοστό φτάνει στο 75%.
Επίσης, από τη χαρτογράφηση των ανταγωνιστικών τομέων των ελληνικών εξαγωγών προκύπτει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης, υπολείπεται όμως αισθητά σε σύνθετα προϊόντα με μεσαία και υψηλή τεχνολογική αξία και διαφοροποίηση.
Όλα αυτά δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα στα επόμενα χρόνια, με σκοπό τη μετάβαση σε ένα νέο, βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο. Ο δρόμος αυτός περνά απαραίτητα από την επιχειρηματική μεγέθυνση και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσηςτης χώρας, την ανάδειξη νέων δυναμικών κλάδων, την ενσωμάτωση της καινοτομίας, την αύξηση της διαφοροποίησης και του τεχνολογικού επιπέδου των ελληνικών προϊόντων.
Με την εξασφάλιση πόρων συνολικού ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα Next Generation EU και το ΕΣΠΑ 2021 - 2027, η Ελλάδα έχει τη μεγάλη ευκαιρία να βαδίσει με ταχύτερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Βασικό μέλημα στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της νέας περιόδου πρέπει να είναι η δημιουργία μιας νέας παραγωγικής δομής, η οποία θα στηρίζεται σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μέσου μεγέθους, με καλύτερες προϋποθέσεις εξωστρέφειας. Η Πολιτεία πρέπει να παρέχει κίνητρα και υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις, ώστε να επιτύχουν κατ’ αρχήν την απαραίτητη κρίσιμη μάζα μέσα από συμπράξεις, συνεργασίες και συγχωνεύσεις.
Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ μεγέθους και εξωστρέφειας θα έχει σαφώς θετικό αντίκτυπο, καθώς η μεγέθυνση θα επιτρέψει στις ελληνικές ΜμΕ να βελτιστοποιήσουν την παραγωγική τους διαδικασία, να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας, να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια, να αξιοποιήσουν εξειδικευμένο προσωπικό, να διεισδύσουν ευκολότερα σε νέες αγορές και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση.
Εξίσου σημαντική προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η κάλυψη του ελλείμματος καινοτομίας. Αυτό απαιτεί μέτρα για τη στήριξη της νεοφυούς καινοτόμου επιχειρηματικότητας, δημιουργία κόμβων καινοτομίας ή Ειδικών Περιοχών για την εγκατάσταση καινοτόμων επιχειρήσεων με έμφαση στην Έρευνα και Ανάπτυξη, συνέργειες με εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά εργαστήρια και ινστιτούτα της χώρας, αλλά και κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα διοχετεύσουν πρόσθετη τεχνογνωσία και εξειδίκευση στην παραγωγική διαδικασία.
Στοχευμένα κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία θα πρέπει να διαμορφωθούν για την ενθάρρυνση νέων πρωτοβουλιών και επενδύσεων σε κλάδους, με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως η έρευνα και ανάπτυξη στον χώρο του φαρμάκου, η παραγωγή γενοσήμων, η μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, η πράσινη ενέργεια, η υψηλή τεχνολογία.
Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη βελτίωση των ευρύτερων συνθηκών άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας: με αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας και απελευθέρωση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, περαιτέρω μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, μείωση του ενεργειακού κόστους στη μεταποίηση, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους, επιτάχυνση κρίσιμων έργων εθνικής υποδομής, όπως δίκτυα μεταφορών, ψηφιακά δίκτυα, υποδομές logistics κτλ.
Ειδικά όσον αφορά τη στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, υπάρχει ανάγκη για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλέγματος υπηρεσιών, το οποίο θα καλύπτει τομείς όπως η παροχή πληροφόρησης για κλάδους και αγορές, η εκπαίδευση, αλλά και το coaching και η συμβουλευτική, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν την εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων, την προετοιμασία δυνητικών πελατολογίων, θέματα τυποποίησης και πιστοποίησης κ.ά.
Επίσης, είναι απαραίτητη η βελτίωση του ευρύτερου διοικητικού περιβάλλοντος για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, με αναβάθμιση και περαιτέρω απλοποίηση των διαδικασιών διασυνοριακού εμπορίου, δημιουργία εργαστηρίων για την πιστοποίηση συμμόρφωσης με εθνικές και ευρωπαϊκές οδηγίες, δημιουργία ενιαίου tax portfolio σε κάθε εξαγωγική επιχείρηση για τον άμεσο συμψηφισμό κάθε είδους πιστωτικών/ χρεωστικών φόρων, τελών κ.λπ., καθώς και αναμόρφωση των μηχανισμών στήριξης (π.χ. Γραφεία ΟΕΥ, Enterprise Greece, κ.λπ.) με μετεξέλιξη των πρεσβειών σε Business Hubs στις αγορές στόχους.
Αν θέλουμε η Ελλάδα να βγει ισχυρότερη από αυτή την κρίση, είναι τώρα η στιγμή να κάνουμε πράξη την παραγωγική ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας, με επίκεντρο τις εξαγωγές. Με εξωστρεφές όραμα και συγκροτημένη στρατηγική, η χώρα μας μπορεί να απελευθερώσει στα επόμενα χρόνια τις παραγωγικές της δυνάμεις, να αυξήσει τη συμμετοχή της στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, να εξασφαλίσει όρους ανάπτυξης και ευημερίας για τις σημερινές και για τις επόμενες γενιές.