Κάποια στιγμή προφανώς θα γίνουν αλλαγές στην κυβέρνηση, αλλά δεν είναι της στιγμής, δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ.
Κάποια στιγμή προφανώς θα γίνουν αλλαγές στην κυβέρνηση, αλλά δεν είναι της στιγμής, δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ.
«Όταν κρίνω ότι θα υπάρξει ανάγκη για διορθωτικές κινήσεις θα γίνουν» είπε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ.
«Αν κάτι μάθαμε αυτούς τους 12 μήνες είναι ότι τα πρόσωπα κάνουν τη διαφορά» πρόσθεσε ενώ για το ενδεχόμενο εκλογών απάντησε: «Εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Η χώρα πηγαίνει στη σωστή κατεύθυνση».
Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στις «δύσκολες καταστάσεις» που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τους πρώτους 12 μήνες της διακυβέρνησης. Όπως είπε η δυσκολότερη απόφαση όλων ήταν εκείνη του γενικού lockdown. «Αναμφίβολα η δυσκολότερη απόφαση, ήταν η απόφαση μας να κλείσουμε τη χώρα. Έπρεπε να προτεραιοποιήσουμε την υγεία των πολιτών. Γνώριζα ότι θα οδηγούσα τη χώρα σε μια βαθιά ύφεση» είπε, σημειώνοντας πάντως πως η Ελλάδα κερδίζει την πρώτη μάχη και «είναι πιο ισχυρή από ό,τι ήταν πριν παρά την ύφεση».
Για την χθεσινή αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε πως, όπως αποδείχθηκε «είχαμε μεγαλύτερο πρόβλημα στα χερσαία σύνορα». «Είμαστε στην αρχή ακόμα. Ο Ιούλιος είναι ένας πολύ δύσκολος μήνας για τον τουρισμό. Οι λίγοι που θα ταξιδεύσουν φέτος θα θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα. Για τη Σερβία ενημερώσαμε και η απόφαση έγινε κατανοητή. Έχουμε ένα σύγχρονο αλγόριθμο που τον βελτιώνουμε και μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις» είπε.
Ο Πρωθυπουργός επισήμανε ότι η χώρα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει δεύτερο κύμα κορωνοϊού, τόσο ως προς την επάρκεια του συστήματος υγείας όσο και ως προς την συσσωρευμένη αποκτηθείσα εμπειρία. «Θα έχουμε περισσότερα κρεβάτια εντατικής. Είμαστε πολύ πιο έμπειροι στο θέμα του κορωνοϊού, θα έχουμε κάποια θεραπευτικά πρωτόκολλα και ελπίζω ότι θα έχουμε το εμβόλιο στο επόμενο εξάμηνο» δήλωσε.
Χαρακτήρισε αναμενόμενη τη χαλάρωση του κόσμου, τόνισε πάντως πως «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Για τα «πανηγύρια του Αυγούστου», είπε ότι προβληματίζουν την κυβέρνηση και χρειάζεται προσοχή. Διευκρίνισε πάντως πως «δεν κινούμαστε στην κατεύθυνση απαγόρευσης» αλλά «θα υπάρχει αυξημένη επιτήρηση». Σημείωσε επιπλέον ότι ο περιορισμός των έξι ατόμων ανά τραπέζι θα καταργηθεί και δεν θα χρειαστεί να πάμε ξανά σε καραντίνα, αφού το κόστος για την οικονομία είναι τόσο μεγάλο που δεν τον αντέχει καμία οικονομία. Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, θα υπάρξουν -εάν χρειαστεί- στοχευμένες κινήσεις σε επίπεδο καραντίνας.
Για την Τουρκία είπε πως «είμαστε γείτονες, έχουμε διαφορές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μιλάμε». «Η επικοινωνία είχε διακοπεί, όχι με δίκη μου υπαιτιότητα. Ο κ. Ερντογάν δεν ήθελε να μιλάει μαζί μου, μετά την επιτυχία στον Έβρο» είπε, προσθέτοντας πως είναι σημαντικό να μπορούμε να μιλάμε με την τουρκική πλευρά. Υπογράμμισε πάντως πως προϋπόθεση για τον διάλογο είναι να μην υπάρχει κλιμάκωση και ένταση από την πλευρά της Τουρκίας. «Έχουν αποκατασταθεί οι θεσμικοί δίαυλοι επικοινωνίας. Και οι σύμβουλοι μας μπορούν να μιλάνε.»
Για την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Ερντογάν εξήγησε πως δεν προέκυψε από την διαμεσολάβηση της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, αλλά υπήρχε πρόθεση από μέρους του για διάλογο και επίλυση. «Είχα ενημερώσει την καγκελάριο. Δεν χρειαζόμαστε διαμεσολαβητές, ούτε διαιτητές» σημείωσε.
Ωστόσο, όπως είπε, ο διάλογος της Ε.Ε. με την Τουρκία είναι διαφορετική υπόθεση. «Η Ελλάδα δεν ήταν εκείνη στην Ε.Ε. που επέμεινε να εξαιρεθεί η Τουρκία από το πρώτο άνοιγμα των συνόρων» ανέφερε.
Για τις πολιτικές εξελίξεις επανέλαβε πως «η κυβέρνηση δεν εμπλέκεται στη σκανδαλολογία».
«Η Βουλή ανέλαβε την ευθύνη να διερευνήσει τις αποκαλύψεις για την προσπάθεια δημιουργίας παραδικαστικου κυκλώματος. Αυτό αφορά τη Βουλή», επισήμανε. Ανέφερε ακόμη πως το δικό του μέλημα «είναι να κοιτάζω στο μέλλον και να διασφαλίζω ότι τέτοιες υποθέσεις θα εξετάζονται από τα αρμόδια όργανα. Δεν γνωρίζω αν και με ποιον τρόπο η υπόθεση Παππά θα φτάσει στη Βουλή. Υπάρχει ένα ζήτημα όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν δίνει επαρκείς εξηγήσεις για το στενότερο συνεργάτη του. Δεν το αντιλαμβάνομαι και οφείλει μία απάντηση και στους υποστηρικτές του. Η αποπομπή του κ. Παππά είναι μονόδρομος και απορώ γιατί δεν έχει γίνει ακόμη. Δυσκολεύομαι να το αντιληφθώ. Αφορά όμως τον κ. Τσίπρα. Η χώρα χρειάζεται αξιόπιστη αντιπολίτευση. Η αυτοκάθαρση των κομμάτων αφορά τα κόμματα αλλά και τη λειτουργία της δημοκρατίας».
Σημείωσε επίσης πως «προκύπτει το θέμα της εκκωφαντικής απάντησης-εκδίκησης της ίδιας της πραγματικότητας σε όσους μας κουνούσαν το δάχτυλο και έβαζαν μπροστά το δήθεν ηθικό τους πλεονέκτημα».
Σε ερώτημα αν θα γίνει Εξεταστική Επιτροπή για τον κ. Παππά, ο Πρωθυπουργός απάντησε: «Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποια είναι τα δεδομένα που θα έρθουν στη Βουλή. Τα αρμόδια όργανα θα διερευνήσουν την υπόθεση αυτή. Θα ήθελα, όμως, να εστιαστούμε στα ζητήματα που ενδιαφέρουν πρωτίστως τους πολίτες. Όταν υπάρχει μία υπόνοια που αφορά τους θεσμικούς αρμούς της εξουσίας, πρέπει να διερευνηθεί. Η απάντηση είναι η ενίσχυση των αρμών της δημοκρατίας».
Για το θέμα της καμπάνιας κατά του κορωνοϊού και των χρημάτων που διατέθηκαν στα ΜΜΕ, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι η κυβέρνηση έδωσε χρήματα σε μία εταιρεία που διένειμε τα χρήματα όπως έκρινε, με κριτήρια που όρισε. «Δεν ήταν λίστα Πέτσα. Γνωρίζω πολυ καλά τι έγινε στο παρελθόν. Δεν εξηγήσαμε από την πρώτη στιγμή, την αναθέσαμε σε μία εξωτερική εταιρεία του κλάδου. Δεν υπάρχει κριτική για το πού πήγαν τα χρήματα, τα οποία δεν δόθηκαν με παρέμβαση πολιτική», συμπλήρωσε.
Απαντώντας στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ επισήμανε: «Αν τα κάναμε όλα ανάποδα γιατί απολαμβάνει η κυβέρνηση μεγαλύτερη αποδοχή από πέρυσι; Φαντάζομαι ότι ο κ.Τσίπρας θα πει για εικονική πραγματικότητα και εξαγορασμένα μέσα που παραποιούν την αλήθεια».
Καταλήγοντας, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι ο ένας χρόνος διακυβέρνησης είναι ευκαιρία αναστοχασμού και οριοθέτησης προτεραιοτήτων για το μέλλον.