Σε τρία μέτωπα θα έχουμε κίνηση παράλληλα, τις εντελώς επόμενες ημέρες - επικοινωνιακά, κινούνται με φόντο το γουργουρητό της μπουλντόζας που «μπήκε στο Ελληνικό» κατά την καθιερωμένη έκφραση, με τη διακηρυγμένη πρόθεση «ο τόπος να γίνει κυψέλη ανάπτυξης» κατά Κυρ. Μητσοτάκη. Τρία μέτωπα πρωτοβουλιών που, μαζί με την επιλογή να τηρηθούν -για την ελληνική παράδοση έναρξης έργων- χαμηλοί τόνοι για το Ελληνικό, δείχνουν ότι υπάρχει συνειδητοποίηση πως η αμέσως ερχόμενη περίοδος θα είναι περίοδος δύσκολων χειρισμών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Σε τρία μέτωπα θα έχουμε κίνηση παράλληλα, τις εντελώς επόμενες ημέρες - επικοινωνιακά, κινούνται με φόντο το γουργουρητό της μπουλντόζας που «μπήκε στο Ελληνικό» κατά την καθιερωμένη έκφραση, με τη διακηρυγμένη πρόθεση «ο τόπος να γίνει κυψέλη ανάπτυξης» κατά Κυρ. Μητσοτάκη. Τρία μέτωπα πρωτοβουλιών που, μαζί με την επιλογή να τηρηθούν -για την ελληνική παράδοση έναρξης έργων- χαμηλοί τόνοι για το Ελληνικό, δείχνουν ότι υπάρχει συνειδητοποίηση πως η αμέσως ερχόμενη περίοδος θα είναι περίοδος δύσκολων χειρισμών.
Το πρώτο τείναμε να το ξεχάσουμε/παραβλέψουμε, έτσι όπως (είτε πολιτικά έχει χωνευτεί αυτό, είτε όχι) η Ελλάδα κινείται σε σαφώς μεταμνημονιακή τροχιά: ξεκινάει, έστω και με teleconference, η επόμενη (7η για όσους τα μετρούν) αξιολόγηση της αυξημένης μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Δεν είναι επικίνδυνη, αφού δεν εξαρτάται απ’ αυτήν «δόση», πλην όμως περιλαμβάνει οχληρά ζητήματα όπως η προστασία πρώτης κατοικίας/το νέο πτωχευτικό δίκαιο/το φάσμα πλειστηριασμών. Όμως, θα δοθούν τώρα και αρκετά σημάδια για το πόσο οι «εταίροι» θα δεχθούν ότι τα τωρινά μέτρα για αντιμετώπιση της κρίσης από την πανδημία «δικαιούνται» να ξηλώσουν τελείως τη δημοσιονομική ισορροπία. Μάλιστα με τα αναδρομικά των συντάξεων στο προσκήνιο.
Κάνοντας ένα άλμα πάμε στο τρίτο μέτωπο, που πλησιάζει και είναι η Κορυφή της 17ης/18ης Ιουλίου. Όπου, κατά τις ανακοινώσεις, συνεχίζουν να θεωρούνται αυξημένες οι προσδοκίες για καταρχήν (τουλάχιστον) συμφωνία των «27» για τη συνολική προώθηση -παράλληλα- του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου/MFF 2020/2027 - και του νεόκοπου Ταμείου Ανάκαμψης/ Next Generation EU. Με ό,τι αυτή συνεπάγεται ως ελπίδα προκαταβολών «χρημάτων που θα πέσουν στην οικονομία» κατά τον Θοδωρή Σκυλακάκη, υφυπουργό Οικονομικών. Ο οποίος όμως παγίως φροντίζει να θυμίζει και ότι «η τελική διαμόρφωση του πακέτου μπορεί να καθυστερήσει αρκετούς μήνες»… Η αντίληψη ότι το χρήμα θα ρεύσει άμεσα αρχίζει να κλονίζεται.
Το δεύτερο όμως μέτωπο έχει πιο άμεσα προσγειωτικό προφίλ. Ανακινείται σταδιακά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό - ο οποίος είχε ούτως ή άλλως την ευκαιρία να συνδεθεί με κάποια στοιχεία αισιοδοξίας με την παρουσία στο Ελληνικό αλλά και στη συνέχεια του ανοίγματος στον τουρισμό (κι ας έθεσε, εδώ, συνειδητά ο Κ. Μητσοτάκης τον πήχη «πάρα πολύ χαμηλά»). Πρόκειται για την επιβεβαίωση πρόσθετων παρεμβάσεων «στήριξης του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων» - ενδιαφέρουσα ήδη η ιεράρχηση! Η νέα φάση μέτρων στήριξης, που ποσοτικοποιήθηκε σε τάξη μεγέθους 3,5 δισ. ευρώ, συναπαρτίζεται από νέο/τρίτο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής μετά το 1 δισ. της δεύτερης φάσης του μέτρου. Επιπρόσθετα προαναγγέλθηκε (σημαντική) μείωση της προκαταβολής φόρου, τώρα που προχωρούν με στοιχεία για την πορεία του 2020, μείωση που μπορεί να φθάσει μέχρι και τον μηδενισμό. Ενώ το σκηνικό συμπληρώνεται με πλέγμα ελαφρύνσεων και επιδοτήσεων επί των ασφαλιστικών εισφορών.
Τα τρία αυτά μέτωπα -η έμπρακτη υπενθύμιση ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό ιδιαίτερη παρακολούθηση στους δημοσιονομικούς χειρισμούς. Η διαπίστωση της ανάγκης «επί του εδάφους» για πρόσθετη στήριξη της οικονομίας με εντεινόμενα μέτρα (πόσο άχρηστη ήταν εκείνη η πολιτική κόντρα για το αν θα ‘πρεπε τα μέτρα να είναι εμπροσθοβαρή!...). Η σταδιακή προσγείωση στο ότι οι ροές κονδυλίων στήριξης από την Ε.Ε. αργούν και έχουν όρους (ήδη, νέα φάση πιέσεων να μπούμε στη γραμμή ESM)- φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια το ζήτημα της δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης από τα μέτρα στήριξης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην (πρόσφατη, ακόμη) Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της, αφού έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια μετριοπαθών προβλέψεων για την έκταση της ύφεσης στην οικονομία post-Covid-19, δεν παρέλειψε ωστόσο να κρούσει, σε δύο μάλιστα σημεία, τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων στήριξης που λαμβάνονται. Πρώτα-πρώτα: «Να αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και να μετριαστεί η επίπτωση των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους».
Αυτή η συγκρατημένη/ευγενική διατύπωση γίνεται σαφέστερη στη συνέχεια: «Θα πρέπει να διασφαλιστεί, μεσοπρόθεσμα [Σημ.: άρα, μετά τη λήξη της άμεσης περιόδου κρίσης], η διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής θέσης με πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης [Σημ.: συνεπώς οι κάπως βιαστικές ελπίδες για ενταφιασμό των στόχων δημοσιονομικής αρετής και επαναφοράς δημοσιονομικών ελλειμάτων πηγαίνουν πίσω, αν δεν ενταφιάζονται], προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους στις αγορές κεφαλαίων. [Σημ.: «οι αγορές μάς περιμένουν στη στροφή»] και να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητά του [Σημ.: και το ΔΝΤ, και ο ESM μάς περιμένουν με τις DSA τους τις αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους…].
Όσο κι αν η επικοινωνιακή διαχείριση ακμάζει, η περίοδος συνεχίζει να έχει δύσκολους χειρισμούς.