Πολιτική
Τρίτη, 30 Ιουνίου 2020 15:31

Την παραβατικότητα των Τούρκων αλιέων στο Αιγαίο έθεσε ο Μ. Βορίδης στους Ευρωπαίους ομολόγους του

Το ζήτημα της παραβίασης των ελληνικών υδάτων στο Αιγαίο από τουρκικά αλιευτικά σκάφη, ανέδειξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνεδρίασε χθες μέσω τηλεδιάσκεψης, επισημαίνοντας ότι η ανεξέλεγκτη αλιευτική δραστηριότητα των γειτόνων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο υπονομεύει τη βιωσιμότητα των αλιευτικών αποθεμάτων της περιοχής.

Το ζήτημα της παραβίασης των ελληνικών υδάτων στο Αιγαίο από τουρκικά αλιευτικά σκάφη, ανέδειξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνεδρίασε χθες μέσω τηλεδιάσκεψης, επισημαίνοντας ότι η ανεξέλεγκτη αλιευτική δραστηριότητα των γειτόνων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο υπονομεύει τη βιωσιμότητα των αλιευτικών αποθεμάτων της περιοχής.

Ο κ. Βορίδης κατήγγειλε ότι τα τουρκικά αλιευτικά σκάφη εισέρχονται παρανόμως και με μεγάλη συχνότητα στα ελληνικά ύδατα, πολλές φορές μάλιστα συνοδευόμενα από σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής, προκειμένου να προχωρήσουν σε παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες, επισημαίνοντας μάλιστα ότι αυτό είναι προφανώς ένα ζήτημα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

«Η Ελλάδα παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες προς την Κομισιόν σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα από το 2017. Καλωσορίζουμε φυσικά και αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες της Κομισιόν, ωστόσο έχει έρθει η ώρα για μία πιο προληπτική και αποφασιστική απόκριση, στη βάση των πληροφοριών που έχουν ήδη δοθεί» ανέφερε.

Επισήμανε ακόμη ότι η Κομισιόν οφείλει να θέσει το θέμα των παραβιάσεων της Τουρκίας στα σχετικά διεθνή φόρα, όπως στη Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο (GFCM), στις διμερείς επαφές που διεξάγονται μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας για την αλιεία καθώς και σε άλλες συζητήσεις που αφορούν ζητήματα σχέσεων καλής γειτονίας, τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, ζήτησε από την Κομισιόν να ενημερωθεί η χώρα μας για τις πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί σε αυτή την κατεύθυνση και κάλεσε στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων ελέγχου στην Ανατολική Μεσόγειο, προτείνοντας μεταξύ άλλων την ανάπτυξη του περιπολικού σκάφους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου Αλιείας (EFCA) καθώς και τη βελτίωση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή.

Στη διάρκεια του Συμβουλίου, συζητήθηκε επιπλέον και το ζήτημα της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2021 - 2027), με τον κ. Βορίδη να εκφράζει την ισχυρή υποστήριξη της χώρας μας στην πρόβλεψη οι ενισχύσεις για περιοχές με φυσικούς περιορισμούς να συνυπολογίζονται στο ποσοστό που διαθέτει ο 2ος Πυλώνας και που αφορά περιβαλλοντικές δράσεις.

Ο υπουργός χαρακτήρισε την πρόταση να συμπεριληφθούν υποχρεωτικά στον 1ο Πυλώνα τα περιβαλλοντικά σχέδια (eco-schemes) «εξαιρετικά ριψοκίνδυνη» δεδομένου του γεγονότος ότι πρόκειται για ένα μέτρο που σχεδιάζεται και εφαρμόζεται για πρώτη φορά και ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αποφευχθεί η οποιαδήποτε απώλεια κεφαλαίων από τον φάκελο των άμεσων ενισχύσεων, υπό το ενδεχόμενο μάλιστα χαμηλής συμμετοχής των αγροτών σε αυτά. Επανέλαβε επιπλέον για μία ακόμη φορά την απόλυτη αντίθεση της Ελλάδας στην Εξωτερική Σύγκλιση των άμεσων πληρωμών που θέτει ως μοναδικό κριτήριο τη γεωγραφική περιοχή.

Επισήμανε στη συνέχεια τη σημασία των μικρών οικογενειακών αγροτικών εκμεταλλεύσεων ως άρρηκτο μέρος της παραδοσιακής Ελληνικής γεωργίας και τόνισε την αναγκαιότητα να εξαιρεθούν από τους κανόνες αιρεσιμότητας, εξαιτίας του μη εντατικού τους χαρακτήρα, του χαμηλού περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος καθώς και του γεγονότος ότι καλύπτουν ένα μικρό μέρος της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης. Παράλληλα, ο κ. Βορίδης υπογράμμισε την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αγροτικών προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες και εκείνων που παράγονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Σε διαφορετική περίπτωση όλες οι προσπάθειές μας θα υπονομευτούν από χαμηλής ποιότητας, φθηνότερα και μη βιωσίμως παραγόμενα, εισαγόμενα τρόφιμα» εξήγησε.