Από την εποχή του Μπιλ Κλίντον και μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, αρκετοί Αμερικανοί πολιτικοί όταν ακούν τη λέξη Γερμανία τραβούν το κολτ τους. Τελευταίο δείγμα το παραλήρημα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά της Γερμανίας στην ομιλία του στην Οκλαχόμα και οι υπαινιγμοί του εναντίον της καγκελαρίου Μέρκελ. Γιατί όλα αυτά; Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η μεγάλη ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για πολλούς λόγους, έγινε κορυφαία βιομηχανική και εξαγωγική δύναμη, είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης και εμμέσως πλην σαφώς, μέσω των ενεργειακών της αγορών και συνεργασιών, στηρίζει τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Και αυτό σε μια πολύ δύσκολη για τη ρωσική οικονομία περίοδο, γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Από την εποχή του Μπιλ Κλίντον και μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, αρκετοί Αμερικανοί πολιτικοί όταν ακούν τη λέξη Γερμανία τραβούν το κολτ τους. Τελευταίο δείγμα το παραλήρημα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά της Γερμανίας στην ομιλία του στην Οκλαχόμα και οι υπαινιγμοί του εναντίον της καγκελαρίου Μέρκελ. Γιατί όλα αυτά; Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η μεγάλη ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για πολλούς λόγους, έγινε κορυφαία βιομηχανική και εξαγωγική δύναμη, είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης και εμμέσως πλην σαφώς, μέσω των ενεργειακών της αγορών και συνεργασιών, στηρίζει τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Και αυτό σε μια πολύ δύσκολη για τη ρωσική οικονομία περίοδο.
Επίσης, με πιο απλά λόγια, η Γερμανία είναι η οικονομική ατμομηχανή της σημερινής Ευρώπης, την οποία η μετά τον Ψυχρό Πόλεμο Αμερική δεν έχει πλέον κανέναν λόγο να τη θέλει ισχυρή οικονομικά και κοινωνικά. Ιδιαίτερα δε όταν οι ΗΠΑ θεωρούν ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, έως έναν βαθμό, είναι το προϊόν της αμερικανικής βοήθειας προς την Ευρώπη κυρίως στον τομέα της άμυνας. Είναι έτσι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη στην Αμερική ότι η Ευρώπη επένδυε σε κοινωνική προστασία όσα οι ΗΠΑ πλήρωναν για την άμυνά της. Παράλληλα δε μια χώρα όπως η Γερμανία ενίσχυε και την ανταγωνιστικότητά της.
Σήμερα, λοιπόν, η Γερμανία και η κυρία Άγκελα Μέρκελ έχουν δύο σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Το πρώτο είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το δεύτερο έγκειται στις παρενέργειες του αμερικανικού «αντιγερμανισμού».
Στο επίπεδο αυτό, η Γερμανίδα καγκελάριος, αποδεχόμενη με θεαματικό τρόπο την απόφαση της από κοινού υπερχρεώσεως της Ε.Ε., απέδειξε ότι διαθέτει ισχυρό πολιτικό αισθητήριο και πέρα από την ενίσχυση του γοήτρου της, έφερε κοντά της μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Ακόμα περισσότερο ενίσχυσε το διεθνές προσωπικό της γόητρο και έπεισε τις διεθνείς αγορές ότι η Γερμανία -όταν πρέπει- είναι παρούσα. Ιδιαίτερα δε σήμερα, μια περίοδο όπου με αφετηρία την πανδημία θα επιχειρηθεί η ανακατανομή της παγκόσμιας οικονομικής τράπουλας.
Και η ανακατανομή αυτή πραγματοποιείται σε μια εποχή όπου τεράστια κεφάλαια έχουν επενδυθεί από αυταρχικά με πλανητικές φιλοδοξίες καθεστώτα στον λαϊκισμό και στην ταυτοτική κοινωνική αναταραχή. Στο πλαίσιο αυτό η Α. Μέρκελ, μιλώντας στο γερμανικό κοινοβούλιο στις 18 Ιουνίου, τόνισε ότι «η πανδημία αποκάλυψε σε ποιο βαθμό το ευρωπαϊκό σχέδιο ήταν εύθραυστο» και άρα ήταν ζωτική ανάγκη να αποφευχθεί η κατάρρευσή του.
Μια κατάρρευση εξάλλου στην οποία είχε ρίξει τον… οβολό του και το Ανώτατο Δικαστήριο της Καρλσρούης, απόφαση του οποίου αμφισβητούσε την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου και ασκούσε κριτική σε αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με επεμβάσεις της στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Τα παραπάνω γεγονότα ήδη έχουν θέσει τη Γερμανία μπροστά σε καίριες επιλογές: είτε θα πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μια βραδεία αποσύνθεση της Ένωσης και μια καθαρή διάσπαση της Ευρωζώνης είτε θα χρειαστεί να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της ώστε να σωθούν τα σχέδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Με αυτό το τελευταίο -ειρήσθω εν παρόδω- να είναι το δεύτερο αποταμιευτικό νόμισμα στον κόσμο και να προσφέρει χείρα βοηθείας στη γερμανική εξαγωγική μηχανή και τις πολύ καλές επιδόσεις της.
Στη δύση του πολιτικού της βίου, η Α. Μέρκελ υιοθέτησε τη δεύτερη εκδοχή των δύο σεναρίων και δείχνει ότι είναι αποφασισμένη να διαρρήξει τις σχέσεις της με τα ταμπού του παρελθόντος.
Το γαλλο-γερμανικό σχέδιο ευρωπαϊκής ανάκαμψης της 18ης Μαΐου, όταν γίνει δεκτό από τους 27, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις, θα επιτρέψει σε μια Ευρώπη απαλλαγμένη από το βρετανικό βαρίδι να πραγματοποιήσει ένα νέο ενωτικό άλμα, το οποίο αυτή τη φορά σε πρώτη ανάγνωση θα είναι λιγότερο διακυβερνητικό και περισσότερο ομοσπονδιακό. Με άλλα λόγια, η ώρα όπου ένα σύνολο ευρωπαϊκών χωρών θα συνάπτουν από κοινού χρέη δεν είναι πολύ μακριά. Υπ’ αυτή την έννοια, η γερμανική Ευρώπη, που αρκετοί πιπίλιζαν στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, δεν αποτελεί επιλογή της Α. Μέρκελ. Η αποχωρούσα καγκελάριος επέλεξε την ευρωπαϊκή Γερμανία και από την άποψη αυτή, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Έλληνες θα πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να αναπτύσσονται χωρίς υπερδανεισμό και αποφεύγοντας τις πελατειακού τύπου σπατάλες. «Μαγικό χρήμα δεν υπάρχει» μας είπε χαμογελώντας ένας γνωστός Γερμανός ευρωβουλευτής και κάπου έχει δίκιο. Η ευρωπαϊκή Γερμανία είναι η απάντηση της καγκελαρίου στον Ντόναλντ Τραμπ και έπεται συνέχεια.