Στη φάση παρακολούθησης-αντί πρόγνωσης- των οικονομικών συνεπειών από την πανδημία του Covid-19 όπου βρισκόμαστε, στη φάση άγχους για προώθηση μέτρων που να πείθουν ότι ανταποκρίνονται στην ένταση του οικονομικού σοκ που ακριβώς με το άνοιγμα των οικονομιών δείχνει πόσο έχει διαχυθεί στις κοινωνίες, κάθε θετικό σημάδι λογικό είναι να αγκαλιάζεται. Το πρόβλημα είναι ότι εξελίξεις που σε πρώτη ανάγνωση ηχούν ενθαρρυντικές, φορές φορές κρύβουν ανησυχία, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Στη φάση παρακολούθησης-αντί πρόγνωσης- των οικονομικών συνεπειών από την πανδημία του Covid-19 όπου βρισκόμαστε, στη φάση άγχους για προώθηση μέτρων που να πείθουν ότι ανταποκρίνονται στην ένταση του οικονομικού σοκ που ακριβώς με το άνοιγμα των οικονομιών δείχνει πόσο έχει διαχυθεί στις κοινωνίες, κάθε θετικό σημάδι λογικό είναι να αγκαλιάζεται. Το πρόβλημα είναι ότι εξελίξεις που σε πρώτη ανάγνωση ηχούν ενθαρρυντικές, φορές φορές κρύβουν ανησυχία.
Δείτε: θετική η είδηση ότι η συζήτηση για τον προϋπολογισμό 2021 της Ε.Ε., που ωριμάζει κατά τις συνήθεις διαδικασίες προτού το σύστημα Βρυξελλών / Στρασβούργου φύγει για τις θερινές διακοπές του, φέτος «έλκει» προς ωρίμανση τις διαβουλεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης/Next Generation ΕU. Πώς αυτό; Ζηλεύοντας που η Σύνοδος Κορυφής του Ιουνίου της πήρε από τα χέρια την πρωτοβουλία συγκερασμού απόψεων για τη δομή και λειτουργία του Next Generation EU, δίνοντάς τη στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήρθε να επιτείνει στις προτάσεις της τη διάσταση εμπροσθοβαρούς διάθεσης των κονδυλίων του (υπό διαπραγμάτευση, δεν το ξεχνούμε) Ταμείου των 750 δισ. ευρώ. Προτείνει τα 345 δισ. -δηλαδή το 46%- να διατεθούν μέσα στην πρώτη χρονιά λειτουργίας του. Αν κάτι τέτοιο αληθινά συμβεί, τότε η προσδοκία της Ελλάδας για αληθινή ένεση επανεκκίνησης θα βρεθεί δικαιωμένη - κι ας είναι πιο εμπροσθοβαρής (στην πρόταση πάντοτε της Επιτροπής) η διάθεση των δανειακών πόρων παρά των επιχορηγήσεων/grants: και πάλι, το 40% των διεκδικούμενων 22,5 δισ. σε grants αν έρθει μέσα στο 2021, θα αντιπροσωπεύει κάτι σαν 5% του ταλαιπωρημένου κι από τον Covid-19 ΑΕΠ της χώρας, ενώ το προτεινόμενο 50% των δανείων θα προσθέτει σχεδόν άλλα τόσα… Χώρια οι όποιοι πόροι των σωστικών πακέτων SURE, ΕΤΕΠ. Χώρια η υπό εξέλιξη επίσπευση των ΕΣΠΑ.
Όμως… όμως όλη αυτή η προσπάθεια να επισπευσθεί η ωρίμανση του Ταμείου Ανάκαμψης και κυρίως να προσλάβει εμπροσθοβαρή χαρακτήρα αποτελεί αναγνώριση (και πάλι καλά!) ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται επί του πεδίου είναι βαρύτερη / λιγότερο διαχειρίσιμη απ’ όσο κάποια στιγμή είχε ελπισθεί. Άλλωστε, η τωρινή προσπάθεια που «ανεβαίνει» και σ’ εμάς για επιτάχυνση των αντισταθμιστικών χρηματοδοτήσεων, αυτό δείχνει: παρά τη μιντιακή υπερπροσπάθεια να δοθεί η εντύπωση του so far, so good, δηλονότι καλά πάμε για τέτοια κρίση, συνειδητοποιείται ότι το πράγμα στραβώνει.
Ήδη οι αγχώδεις εκκλήσεις με ολίσθηση προς απειλές του υπουργού Ανάπτυξης Αδ. Γεωργιάδη στην κατεύθυνση των τραπεζών για καθυστέρηση στην παροχή ρευστότητας ήρθαν να προστεθούν τα στοιχεία ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (1-49 εργαζομένων) μετά την άρση του lockdown: Μόνον το 9,7% δηλώνει ότι δανειοδοτήθηκε από τράπεζα με εγγύηση του Δημοσίου και μόνον το 10% χρησιμοποίησε την ευχέρεια αναστολής επιταγών επί 75 ημέρες (διπλάσιοι όμως όσοι κατέφυγαν στην επιστρεπτέα προκαταβολή…). Διόλου παράξενο, λοιπόν, που ικανοποιημένοι από τα μέτρα (πολύ ή αρκετά) δηλώνουν λιγότεροι από 40%. Ενώ άνω του 1/3 διατυπώνουν φόβους για διακοπή δραστηριότητας, με το 21,1% να μιλά για ισχυρή πιθανότητα μείωσης προσωπικού μέσα στο ερχόμενο 6μηνο. Μετάφραση σε επίπεδο κινδύνου απωλειών θέσεων εργασίας: 190.000 μέχρι το τέλος του έτους.
Την ίδια στιγμή, στον ξενοδοχειακό κλάδο, που βαθμιαία επανέρχεται σε ενέργεια, πολλές είναι οι μονάδες που -«με βάση τις κρατήσεις που υπάρχουν, δηλαδή τις μη ακυρώσεις, συν ό,τι λίγο προστίθεται αραιά και πού μετά το άνοιγμα» (πριν από δυο εβδομάδες για τα εποχικά) κατά τη διατύπωση πολυ-ξενοδόχου- διστάζουν να αναλάβουν το κόστος ΚΑΙ το ρίσκο της επαναλειτουργίας. Οι αναστολές συμβάσεων εργασίας (έως και 100% του εργατικού δυναμικού μέχρι 30 Σεπτεμβρίου με βάση την πληρότητα) δίνουν και παίρνουν, ενώ το 25% των εργαζομένων που είναι σε εποχική απασχόληση «κινδυνεύει να ξαναδουλέψει μόνον του χρόνου». Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος το επεσήμαινε, ενώ από τον συνδικαλιστικό χώρο γίνεται λόγος για 225.000 απώλειες θέσεων εργασίας: η αναφορά από την ΠΟΕΕΤ, την Ομοσπονδία Επισιτισμού - Τουρισμού.
Ασφαλώς αυτού του είδους οι εκτιμήσεις δεν διεκδικούν ακρίβεια. Όμως είναι χαρακτηριστικό ότι, βαθμιαία, οι πιο επίσημοι/mainstream φορείς «περνούν» προς την κατεύθυνση της επιφυλακτικότητας: με ύφεση 12% βλέπει να κλείνει το β’ 3μηνο η προσέγγιση - μελέτη της Εθνικής, σχεδόν στο μισό βρέθηκαν μειωμένα τα φορολογικά έσοδα τον Μάιο, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ (χειρότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις που καταγράφαμε πριν από μόλις μία βδομάδα).
Δεν είναι δε κάποιου είδους ελληνική ιδιαιτερότητα: η επικαιροποίηση του World Economic Outlook μετακίνησε την πρόβλεψή του για παγκόσμια ύφεση από 3% (που έλεγε προ διμήνου) σε 4,9%...
Συννεφιάζει.