Στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Χίου, το Κάστρο της ξεπροβάλλει περήφανο. Κτισμένο στην ίδια θέση από τους ελληνιστικούς χρόνους, ήταν αυτό που προστάτευε την πρωτεύουσα του νησιού. Όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, αλλά στο εσωτερικό του επιβιώνει μέχρι και σήμερα ολοζώντανος παραδοσιακός οικισμός, με περίπου 600 κατοίκους.
Στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Χίου, το Κάστρο της ξεπροβάλλει περήφανο. Κτισμένο στην ίδια θέση από τους ελληνιστικούς χρόνους, ήταν αυτό που προστάτευε την πρωτεύουσα του νησιού. Όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, αλλά στο εσωτερικό του επιβιώνει μέχρι και σήμερα ολοζώντανος παραδοσιακός οικισμός, με περίπου 600 κατοίκους.
Το Κάστρο της Χίου μπορεί να μην εγκαταλείφθηκε ποτέ, αλλά λόγω των πολλαπλών επιθέσεων που δεχόταν από φιλόδοξους κατακτητές άλλαζε συνεχώς όψη. Στις μέρες μας, η εξωτερική όψη του Κάστρου ταυτίζεται περισσότερο με την εποχή της Γενουατοκρατίας (1304-1329 & 1346 – 1566 μ.Χ.), την Οθωμανική περίοδο ακολούθως -που υπήρξε και η μακροβιότερη, καθώς και την σύντομη Ενετική κατάληψη του Κάστρου το 1694-1695 μ.Χ.
Πάντοτε αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του νησιού, ωστόσο την εποχή της Γενουατοκρατίας γνώρισε την ενδοξότερη εποχή στην ιστορία του. Η σημασία της νήσου Χίου και του κεντρικού της Κάστρου ήταν τεράστια για κάθε κυρίαρχο, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του φυσικού της πλούτου.
Από τη μία πλευρά, η Χίος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και στη μέση του Αιγαίου. Από την άλλη πλευρά, η παραγωγή ενός παγκοσμίως μοναδικού αλλά και αγαπητού ανά τους αιώνες προϊόντος, της μαστίχας, την καθιστούσε πηγή πλούτου.
Σήμερα, τα τείχη του χωρίζονται σε χερσαία και επιθαλάσσια, σχηματίζοντας ένα ακανόνιστο πεντάγωνο, όπου ισχυροί προμαχώνες, διαφόρου σχήματος, δεσπόζουν κατά μήκος των τειχών. Οκτώ από αυτούς σώζονται, άλλοι σε πολύ καλή κατάσταση και άλλοι όχι. Μόνο μεγάλο μέρος της ανατολικής πλευρά των τειχών, δηλ. του επιλιμένιου τείχους δεν σώζεται σήμερα. Στο εσωτερικό των τειχών διασώζονται στοές, πολεμίστρες και κανονιοθυρίδες.
Τα χερσαία τείχη περιέβαλε υδάτινη τάφρος δημιουργώντας ένα τεχνητό νησί, συμβάλλοντας, έτσι, στην καλύτερη άμυνα του Κάστρου. Σήμερα, η τάφρος έχει αποξηρανθεί κι επιχωματωθεί και ένα μέρος της έχει μετατραπεί σε χώρο πρασίνου. Το Κάστρο είχε τρεις κύριες εισόδους, την κεντρική είσοδο – πύλη, την επονομαζόμενη Πόρτα Μαγγιόρε (Porta Maggiore), τη Δυτική Πύλη ή Επάνω Πορτέλλο (σώζεται μισοκατεστρεμμένη) και τη Θαλασσινή Πύλη (Porta di Marina) της οποίας η εσωτερική πύλη σώζεται.
Το εσωτερικό του Κάστρου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας δύο παραγόντων: πρώτον, όπως αναφέρθηκε ήδη σώζεται ένας ολοζώντανος οικισμός με αδιάσπαστη συνέχεια μέσα στους αιώνες. Δεύτερον, ο παραδοσιακός οικισμός περιλαμβάνει μνημεία-κτήρια διαφορετικών εποχών που αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους της ιστορίας του Κάστρου.
Με την είσοδο στο Κάστρο από την κύρια Πύλη Μαγγιόρε, ένας φιδωτός διάδρομος/τούνελ οδηγεί στο πρόσφατα αναστηλωμένο «Παλατάκι Ιουστινιάνι», που αποτελούσε το διοικητήριο κατά την εποχή της Γενουατοκρατίας, αλλά και στο κτήριο της «Σκοτεινής Φυλακής».
Εκεί φυλακίστηκαν εβδομήντα Πρόκριτοι μαζί με τον ορθόδοξο μητροπολίτη το 1822 μ.Χ, έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια των Χίων να επαναστατήσουν εναντίον του τουρκικού ζυγού. Από εκείνο το κελί, οι πρόκριτοι οδηγήθηκαν στην πλατεία του Ξίφους (Kiliç Meydan – σημερινή πλατεία Βουνακίου), όπου και απαγχονίσθηκαν.
Ο στενός δρόμος οδηγεί με ακρίβεια στην κεντρική πλατεία του Κάστρου, η οποία ανέκαθεν ήταν το κέντρο του Κάστρου. Πέραν από τις καφετέριες και τα ταβερνάκια που υπάρχουν τώρα, μπορεί κανείς να δει το παλαιό νεκροταφείο επιφανών Οθωμανών –όπου ο σημαντικότερος τάφος είναι αυτός του πασά Καρά Αλή.
Εδώ κείτονται επιφανείς Οθωμανοί αξιωματούχοι. Αρκετοί από αυτούς βρίσκονταν μέσα στη ναυαρχίδα τη νύκτα του μουσουλμανικού ραμαζανίου του 1822 μ.Χ., όταν τους παραφύλαξε ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης και ανατίναξε τη ναυαρχίδα ως αντίποινα για την σφαγή της Χίου. Επιπλέον, ένα από τα πιο σημαντικά κτήρια στην πλατεία που μπορεί κανείς να θαυμάσει είναι το αναπαλαιωμένο πρώην ξενοδοχείο Απόλλων.
Ο κύριος οδικός άξονας του οικισμού, η οδός Αγίου Γεωργίου, καθοδηγεί μέσα στην μικρή και ζεστή πόλη του Κάστρου, η οποία ουσιαστικά ξανακτίστηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1881 μ.Χ. με βάση την τοπική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικά της αποτελούν τα στενομέτωπα διώροφα σπίτια με τους κιοσέδες, τις μικρές αυλές και τα στενά δρομάκια. Το Κάστρο μετά την Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε το σπίτι αρκετών προσφύγων, οι οποίοι κλήθηκαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από το μηδέν, έχοντας συχνά ως μόνη βάση για τη νέα τους αρχή τις συνήθειες και παραδόσεις που έφεραν από απέναντι. Οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να κτίσουν όπου έβρισκαν, ακόμη και πάνω στα τείχη. Το Κάστρο έγινε το νέο τους σπίτι.
Μέσα στο Κάστρο σήμερα υπάρχουν τρεις γνωστές εκκλησίες, ο Άγιος Γεώργιος Φρουρίου, ο Άγιος Νικόλαος Μώλου και ο Άγιος Γεώργιος Κεχρί (ναΐδιο) -ανάγεται και αυτός στους Βυζαντινούς χρόνους, καθώς αναφέρεται σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο. Στην τοποθεσία της μητροπόλεως του Κάστρου, του Αγίου Γεωργίου, πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι προϋπήρχε καθολικό μοναστήρι, το οποίο επί Οθωμανών μετατράπηκε σε τζαμί.
Στο εσωτερικό της αυλής της εκκλησίας, δεσπόζει ένας τεράστιος πλάτανος και μία σαρκοφάγος, πιθανόν Γενουατικής κατασκευής, όπου αργότερα οι Οθωμανοί διακόσμησαν και μετέτρεψαν σε κρήνη, για να πλένουν τα πόδια τους προτού εισέλθουν στο τότε τζαμί, το λεγόμενο Εσκί Τζαμί.
Επιπλέον, δίπλα από την εκκλησία βρίσκεται και το πρώην οθωμανικό Ρουστιγιέ, το οποίο σήμερα έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει τα γραφεία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και βιβλιοθήκη. Μάλιστα, στο ισόγειοότου βρέθηκαν γενουατικοί τάφοι αρχιεπισκόπων που αποδεικνύουν ότι ο χώρος ήταν εκκλησιαστικός. Σε κοντινή απόσταση από τον Άγιο Γεώργιο βρίσκεται και το Μπαϊρακλί τζαμί, το μόνο σωζόμενο μουσουλμανικό τέμενος εντός των τειχών.
Η ύδρευση του οικισμού γινόταν μέσα από βυζαντινή θολωτή δεξαμενή (κινστέρνα), που τροφοδοτούσε με νερό το Κάστρο, η οποία διασώζεται και βρίσκεται πολύ κοντά στο επιθαλάσσιο τείχος.
Εξάλλου, κοντά στο τείχος αυτό υπάρχει ένα μακρόστενο κτήριο με θολωτή κάλυψη, το γνωστό Καρνάγιο ή Πυριτιδαποθήκη, γενουατικής μάλλον κατασκευής και άγνωστης χρήσης. Από την Οθωμανική εποχή προέρχονται και τα δύο σωζόμενα λουτρά του Κάστρου (χαμάμ), όπου το μεγαλύτερο έχει αποκατασταθεί, φιλοξενεί, σήμερα, περιοδικές εκθέσεις και είναι ανοικτό για το κοινό.
Τέλος, ένα από τα πιο ιδιαίτερα και σημαντικά μνημεία του εσωτερικού του Κάστρου αποτελεί και ο πεταλόσχημος πύργος, ο Κουλάς, αγνώστου εποχής και χρησιμότητας, κατασκευασμένος από αρχαίο οικοδομικό υλικό.