Πολιτιστικά
Δευτέρα, 29 Ιουνίου 2020 10:09

Αλέξης Σταμάτης: «…Αθώα πλάσματα είμαστε όλοι μας. Έτσι γεννιόμαστε…»

Στην ιστορία αυτή, το πανάρχαιο δίπολο έρωτας-θάνατος είναι η κινητήρια δύναμη του μυθιστορηματικού κόσμου. Είτε ταλαντώνεται σαν απειλητικό εκκρεμές, είτε πέφτει σαν σκιά στα γεγονότα, οδηγεί την ιστορία σε μια αναπάντεχη διαδρομή που σημαδεύει ανεξίτηλα όλους τους εμπλεκομένους.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]


Το νέο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη, «Αθώα πλάσματα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.         

Ο Στέφανος, ένας μοναχικός άντρας, επιστρέφει στην Αθήνα ύστερα από καιρό απουσίας σε περιοχή του μακρινού Βορρά. Η φυγή του σχετίζεται με ένα έντονο συναισθηματικό τραύμα από τη σχέση του με μια γυναίκα. Με ανεπούλωτες τις πληγές του, προσπαθεί να εργαστεί ως ιδιωτικός ερευνητής. Κάποια μέρα τον επισκέπτεται μια υποψήφια πελάτισσα, η Μαριάννα, που του ζητά κάτι ασυνήθιστο: Να την παρακολουθήσει. Αρχικά αρνείται, αλλά εντέλει παρασύρεται σε μια μυστηριώδη υπόθεση, στα σκοτεινά μονοπάτια ενός άλλου κόσμου, όπου κυριαρχεί το Κακό με μια μορφή που δεν έχει ξανασυναντήσει, ούτε έχει καν διανοηθεί.

Στην ιστορία αυτή, το πανάρχαιο δίπολο έρωτας-θάνατος είναι η κινητήρια δύναμη του μυθιστορηματικού κόσμου. Είτε ταλαντώνεται σαν απειλητικό εκκρεμές, είτε πέφτει σαν σκιά στα γεγονότα, οδηγεί την ιστορία σε μια αναπάντεχη διαδρομή που σημαδεύει ανεξίτηλα όλους τους εμπλεκομένους.

Με τον αγαπημένο συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη, είχαμε τη μεγάλη χαρά να συνομιλήσουμε. 

Θα θέλατε, ξεκινώντας, να μας μιλήσετε για το νέο σας βιβλίο και την ιστορία του;

«Αυτό που θα διαβάσετε είναι ένα κείμενο που υπακούει στον αδήριτο νόμο αιτίας-αποτελέσματος ενός αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά καταρρίπτει και αρκετά από τα στερεότυπά του».

Μια περιγραφή  για το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τον Στέφανο;

«Ο Στέφανος είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του βιβλίου και ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής του. Ως αφηγητής, όμως, δεν είναι παντογνώστης».

Διαβάζουμε: «Είμαι ένας έξυπνος άνθρωπος. Και ως τέτοιος, ξέρω πια πως, εάν είμαι κάτι, δεν είμαι και τίποτα». Κάποιο σχόλιό σας;

«Ο Στέφανος είναι σίγουρα ένας έξυπνος άνθρωπος ο οποίος, ωστόσο, έχει προσπαθήσει επίμονα να απωθήσει τα συναισθήματά του, ώστε να αντέξει τα τραύματα ενός άγριου παρελθόντος. Μπαίνοντας στη συνθήκη που προανέφερα, εξερευνώντας τον άλλον, στην ουσία εξερευνά τον εαυτό του».

«Αθώα πλάσματα» -μιλήστε μας για την επιλογή του τίτλου.

«Αθώα πλάσματα είμαστε όλοι μας. Έτσι γεννιόμαστε: δίχως καμία ενοχή. Στην πορεία, ο εξωτερικός κόσμος εισβάλει και κατασκευάζει σταδιακά έναν παράλληλο, εξαιρετικά σκοτεινό υπόγειο κόσμο, όπου κυριαρχούν αρχέγονα, άρρητα, άγρια ένστικτα. Ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, η αγωγή, η τέχνη υπάρχουν ακριβώς για να καταστέλλουν τα ένστικτα αυτά, τα οποία είναι επίσης αθώα, μιας και είναι κληρονομημένα από εκατομμύρια χρόνια ύπαρξης του είδους. Η καταστολή τους είναι εκείνο που μας  κάνει να είμαστε έλλογα δίποδα».

 

Ποια ήταν η έμπνευση, η αφετηρία για το βιβλίο σας αυτό;

«Η ιδέα προέκυψε από μία συνθήκη που μου ήρθε στον νου. Μια μεσήλικη γυναίκα, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο επάνω της, μπαίνει στο γραφείο ενός ιδιωτικού ερευνητή και του ζητά κάτι πολύ πρωτότυπο: Να την παρακολουθήσει. Όχι να παρακολουθήσει τον σύζυγό της, κάποιο γνωστό της  ή κάποιο συγγενή της, αλλά να παρακολουθήσει την ίδια. Μέσα από αυτή τη συνθήκη, αναπτύχθηκε ολόκληρο το μυθιστόρημα».

Θα επιλέξετε ένα απόσπασμα, μια – δυο προτάσεις,  να μας πείτε;

«[…]Απλώνεις σαν υγρασία. Πού είσαι; Πότε θα ’ρθεις να με σώσεις; Κλείνω. Κλείνω. Εγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ. Συντρίμμια αναμνήσεων, κοφτερά, σπασμένα γυαλιά. Είμαι ολόκληρος ένα πάθος, ανώφελο πια. Υπάρχω κι από τις δυο πλευρές. Ακυρώνω τη μία. Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο Είναι κάποιοι καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν το παρελθόν, όχι επειδή δεν μπορούν να το θυμηθούν, αλλά, ακριβώς, επειδή μπορούν […]».

Αφιερώνετε το βιβλίο στη γυναίκα σας, Εύα, και στον Ερμή, τον γιο σας, που γεννήθηκε πριν έναν χρόνο. Θα μας πείτε κάτι, για αυτά τα σημαντικά σας πλάσματα;

«Είναι ο έρωτας της ζωής μου και ο γιος μου. Ό,τι αγαπώ περισσότερο στον κόσμο. Νιώθω εξαιρετικά τυχερός που τους έχω».

Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Λίγα λόγια για την εμπειρία της διδασκαλίας και την επαφή σας με τους σπουδαστές;

«Στις συναντήσεις μας μιλάμε για τεχνικές και τρόπους γραφής, κάνουμε ασκήσεις σε ένα περιβάλλον διόρασης και δημιουργικότητας. Μέσα από τη μελέτη της πεζογραφίας και των κρυφών πηγών της, οι συμμετέχοντες συλλέγουν μια “εργαλειοθήκη” τεχνικών που θα εφαρμόσουν στην πράξη, γράφοντας πρωτότυπες δημιουργικές ασκήσεις  και έχοντας την ευκαιρία να δώσουν και να λάβουν εποικοδομητική ανατροφοδότηση για το έργο τους. Στόχος είναι να βιώσουν στην πράξη, ποιος είναι αυτός “ο άλλος τρόπος να δεις”, μέσα από τον όποιο αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο συγγραφέας. Επιχειρούμε, μέσα από μια αμφίδρομη διαδικασία, να σηκώσουμε “την κουρτίνα εργασιών” του δημιουργού και να δουλέψουμε πάνω στις τεχνικές, τη δομή, τους αρμούς ενός βιβλίου».

Ξένοι συγγραφείς που διαβάζετε –κάποιοι αγαπημένοι τίτλοι;

«Διαβάζω πάρα πολλούς διαφορετικούς συγγραφείς. Έχω αναρίθμητους αγαπημένους τίτλους».

Τους τελευταίους μήνες, η COVID-19 εισέβαλε στις ζωές μας. Κάποιες σκέψεις σας για όσα ζήσαμε και ζούμε;

«Δεν είμαι προφήτης, αλλά σίγουρα η ανθρωπότητα δεν θα είναι ίδια, όπως δεν ήταν ίδια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Προς το παρόν, η μόνη υπερδύναμη σήμερα είναι ο κορωνοϊός. Η παγκόσμια κοινότητα, μετά το τέλος της πανδημίας, θα στραφεί σε έναν τρόπο ζωής χαμένης ιδιωτικότητας. Η ανάγκη για έλεγχο θα είναι πολύ πιο έντονη».

Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;

«Οτιδήποτε είναι νοηματοδοτημένο».

Κάτι που τη χαλά;

«Οι τοξικοί άνθρωποι με χαλούσαν. Τώρα, απλώς, τους λυπάμαι».

Μια αγωνία σας;

«Μόνο θέματα υγείας».

Μια αγαπημένη συνήθεια;

«Να παίζω με τον Ερμή (νέα!)».

Έχετε κάνει πολλά ταξίδια. Θα μοιραστείτε μια ανάμνησή σας από κάποιο;

«Παραδόξως, είναι από ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα. Ταξίδεψα στα Λαγκάδια Αρκαδίας τυχαία, για να γράψω ένα βιβλίο –το “Μπαρ Φλωμπέρ”- που είχε ως θέμα την καταγωγή. Εκεί αποδείχθηκε κάτι που έως τότε δεν ήξερα. Ότι η καταγωγή μου ήταν ακριβώς από αυτόν τον τόπο! Τα Λαγκάδια Αρκαδίας».

Να κλείσουμε με μια σκέψη σας για τη χώρα μας;

«Περάσαμε δέκα χρόνια πολύ δύσκολα και, προτού προλάβουμε να αναπνεύσουμε, ήρθε και η πανδημία. Συλλογικά, βλέπω  ότι αρχίζουμε και βρίσκουμε κάποιο βηματισμό, σαν να ωριμάσαμε λίγο. Τα πράγματα, φυσικά, δεν έγιναν ως δια μαγείας καλά. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Ο νους μου βρίσκεται περισσότερο σε όλους όσοι πλήττονται βαριά από την σημερινή συγκυρία».