Αφιερώματα
Δευτέρα, 01 Ιουνίου 2020 11:30

Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ως οδηγός ανάκαμψης μετά την πανδημία

Η πανδημία και οι πρωτόγνωρες συνθήκες που αντιμετωπίζουμε αδιαμφησβήτητα αιφνιδίασαν αρνητικά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Για τη χώρα μας, οι εύστοχες και άμεσες ενέργειες από πλευράς πολιτείας και πολιτών είχαν ως αποτέλεσμα μια πρώτη επιτυχή αντιμετώπιση των συνεπειών, όσον αφορά το επιδημιολογικό σκέλος. Πλέον, αναδεικνύεται έντονα η ανάγκη εστίασης στον μετριασμό των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών που αναμένονται και στην υγεία, αλλά και στην οικονομία.  

Του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου*

Η πανδημία και οι πρωτόγνωρες συνθήκες που αντιμετωπίζουμε αδιαμφησβήτητα αιφνιδίασαν αρνητικά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Για τη χώρα μας, οι εύστοχες και άμεσες ενέργειες από πλευράς πολιτείας και πολιτών είχαν ως αποτέλεσμα μια πρώτη επιτυχή αντιμετώπιση των συνεπειών, όσον αφορά το επιδημιολογικό σκέλος. Πλέον, αναδεικνύεται έντονα η ανάγκη εστίασης στον μετριασμό των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών που αναμένονται και στην υγεία, αλλά και στην οικονομία.  

Για την Ελλάδα, η χρονική συγκυρία ήταν ιδιαίτερα ατυχής. Η χώρα μας μόλις είχε εξέλθει από τη βαθύτερη και μακρύτερη κρίση που είχε καταγραφεί σε χώρα του ΟΟΣΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο και βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης. Το στοίχημα για τον επιχειρηματικό κόσμο, αυτή τη στιγμή, αφορά την επιχειρησιακή συνέχεια, στην όσο το δυνατό γρηγορότερη ανάκτηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και στη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ώστε να επιστρέψουμε άμεσα σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2021. Παράλληλα, με τον κρατικό προϋπολογισμό ήδη επιβαρυμένο από το κόστος διαχείρισης της κρίσης, η ανάγκη για προσέλκυση και επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική.

Η έξοδος από την κρίση της πανδημίας και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι κάθε άλλο παρά αντικρουόμενοι στόχοι. Επί της αρχής, ως φαινόμενα και τα δύο έχουν κοινά χαρακτηριστικά: πλήττουν δυσανάλογα τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς των κοινωνιών μας, είναι συστημικά, δυναμικά και μη γραμμικά, φέρνοντας εμφατικά στην επιφάνεια υφιστάμενες αδυναμίες, όπως για παράδειγμα υποδομών (συστήματα υγειονομικής περίθαλψης ή αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών), χρηματοπιστωτικών συστημάτων και της πραγματικής οικονομίας.

Κατά συνέπεια, όσον αφορά την αντιμετώπισή τους, τόσο η πανδημία όσο και η κλιματική αλλαγή απαιτούν την ίδια θεμελιώδη μετάβαση από τον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό και στόχευση στην εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.

Σήμερα, η Ε.Ε. έχει καθορίσει, μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, τον οδικό χάρτη μετάβασης όλων μας στο 2030. Η φιλοδοξία να γίνει η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος, σε συνδυασμό με την επενδυτική ευκαιρία ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ και το πρόγραμμα δίκαιης μετάβασης αποτελεί υπόσχεση για πραγματικά ισόρροπη άρα και βιώσιμη ανάπτυξη.  Ο επιχειρηματικός κόσμος στηρίζει έμπρακτα την κατεύθυνση αυτή. Οι ελληνικές βιομηχανίες συνέβαλαν ώστε οι εκπομπές CO2 από τον βιομηχανικό κλάδο στην Ε.Ε. να μειωθούν κατά 37% μεταξύ 1990 και 2016, ποσοστό που υπερβαίνει τη συνολική μείωση των εκπομπών της Ε.Ε. (-24%) για το ίδιο διάστημα. Δημιουργούνται σταδιακά υποδομές κυκλικής οικονομίας, αναπτύσσονται μοντέλα «κυκλικής επιχειρηματικότητας» και αυξάνεται η αντιμετώπιση του θέματος των αποβλήτων μέσω διαδικασιών ανακύκλωσης και ανάκτησης. Η ενσωμάτωση κριτηρίων ορθής διακυβέρνησης με περιβαλλοντική και κοινωνική διάσταση (ESG) στην επιχειρηματική στρατηγική και η λογοδοσία μέσω ετήσιων απολογισμών βασισμένων σε διεθνείς πρακτικές και πρότυπα επεκτείνεται.

Παρά ταύτα, παραμένουν αναπάντητες πολλές και σημαντικές προκλήσεις όπως:

  • Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της εφοδιαστικής αλυσίδας, με τον κίνδυνο τα περιβαλλοντικά κόστη να αποτελέσουν αφορμή να φύγουν επενδύσεις εκτός Ε.Ε., προς κράτη με χαμηλές απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας.
  • Η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του ενεργειακού μίγματος με όρους πρόσβασης σε φτηνή και καθαρή ενέργεια για τις επιχειρήσεις.
  • Η μείωση της εξάρτησης από πρώτες ύλες και η μετάβαση στην κυκλική οικονομία με όρους ανάπτυξης αγοράς δευτερογενών υλικών και υπηρεσιών της κυκλικής οικονομίας.
  • Η χρηματοδότηση της μετάβασης με όρους που να επιτρέπουν σε όλους τους τομείς να αναπτυχθούν και με ενίσχυση των κονδυλίων για έρευνα και καινοτομία.

Η συμπλήρωση και ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου, όπου απαιτείται, αποτελεί σημείο εκκίνησης αφού θέτει το πλαίσιο των διαθέσιμων επιλογών. Καταλυτικός θα είναι όμως ο τρόπος εφαρμογής του, η μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων και η επιτάχυνση των διαδικασιών. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο νέος νόμος για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας μέσω υιοθέτησης διαδικασιών συνέχισης της διαδικασίας και ανάληψης μέρους του όγκου από ιδιώτες αξιολογητές. Στόχος είναι οι αδειοδοτούσες αρχές να επικεντρώνονται στο τελικό ζητούμενο που είναι η γρήγορη και ουσιαστική για την προστασία του περιβάλλοντος αδειοδότηση. Αλλά και άλλες μικρότερου εύρους παρεμβάσεις, όπως η απεμπλοκή από χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης στην περίπτωση δοκιμών αξιοποίησης ενός αποβλήτου σε παραγωγική διαδικασία, που βρίσκεται σε πλήρη συμμόρφωση με την ανάγκη μετάβασης στην κυκλική οικονομία.

Η μεταστροφή των προκλήσεων σε ευκαιρίες

Κοιτώντας πίσω από το 2030 και αναλογιζόμενοι το παρελθόν, θα θέλαμε η πανδημία Covid-19 να έχει αποτελέσει αφορμή μεταστροφής των προκλήσεων σε ευκαιρίες. Κάποιες έχουν ήδη καταγραφεί, όπως η έμφαση στην ψηφιοποίηση, στο ηλεκτρονικό εμπόριο, στην τηλεργασία, στην εξ αποστάσεως σχολική εκπαίδευση ή στην τηλεϊατρική. Σημαντικό σημείο αποτελεί η εμφανής μεταστροφή της εμπιστοσύνης στην επιστήμη και στην τεκμηριωμένη ενημέρωση για τους λόγους λήψης αποφάσεων, όπως και η σημασία της άμεσης και ευέλικτης υλοποίησής τους.

H επάρκεια των προσπαθειών μας για την οριστική μεταστροφή της οικονομίας προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης, σε πλήρη ευθυγράμμιση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα κριθεί τα επόμενα χρόνια από την ικανότητα έγκαιρης λήψης αποφάσεων ως αποτέλεσμα συνεργασίας, μέσω εποικοδομητικού και τεκμηριωμένου διαλόγου και την ταχύτητα υλοποίησής τους.