Αργά αλλά σταθερά η έκταση/το βάθος της ύφεσης που διαγράφεται ως φόντο στην ελληνική οικονομία -και συνεπώς στην πολιτική σκηνή, ανεξαρτήτως των πρωθυπουργικών αποκηρύξεων όχι μόνον του ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών αλλά και του σταθερά σιγοβράζοντος ανασχηματισμού- γίνονται φανερά στη δημόσια συζήτηση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αργά αλλά σταθερά η έκταση/το βάθος της ύφεσης που διαγράφεται ως φόντο στην ελληνική οικονομία -και συνεπώς στην πολιτική σκηνή, ανεξαρτήτως των πρωθυπουργικών αποκηρύξεων όχι μόνον του ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών αλλά και του σταθερά σιγοβράζοντος ανασχηματισμού- γίνονται φανερά στη δημόσια συζήτηση. Ήδη ο με ανανεωμένη θητεία στη Διοίκηση της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, προχώρησε από την αρχική του αναφορά σε ψαλίδα υποχώρησης του ΑΕΠ 4% έως 8% σε τωρινό βασικό σενάριο ύφεσης 6%. Σε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θέλησε να αναφερθεί σε ποσοστό, αρκούμενος να δηλώσει ότι παρατηρεί τις εξελίξεις - και καταλήγοντας σε ψαλίδα 5% έως 10%.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, εξετάζοντας τρία σενάρια ύφεσης (4% - 7% - 10%) κάνει προβολή σε επίπεδα ανεργίας, που συγκεντρώνουν αναγκαστικά το ενδιαφέρον του χώρου, με 19,02% - 20,3% - 21,6%. Με στοιχεία από το άνοιγμα των επιχειρήσεων, η ΓΣΕΒΕΕ μιλούσε για μείωση τζίρου κατά 50% σε 87% των επιχειρήσεων. Στην εστίαση, που μόλις ξεκίνησε, οι τζίροι είναι κάτω από το 90%. Ενώ το Οικονομικό Επιμελητήριο, που κι αυτό προς διψήφια ύφεση τύπου 2011-12 δείχνει, θυμίζει ότι οι μικρομεσαίες, που πλήττονται βαρύτερα, δημιουργούν στην Ελλάδα 63,6% της προστιθέμενης αξίας και -κυρίως- προσφέρουν 85,2% της απασχόλησης. (Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που μιλούσε για -9,7% στο ΑΕΠ για το 2020, κάνει λόγο για 19,9% σε όρους ανεργίας. Το ΔΝΤ μιλούσε για ανεργία στο 22% - άρα στην επάνω πλευρά της ψαλίδας.)
Εν τω μεταξύ, περνώντας από τις προβλέψεις στην πραγματική καταγραφή των δημοσιονομικών επιπτώσεων της κρίσης του κορονοϊού βλέπουμε το 4μηνο (δηλαδή με ενάμιση μήνα «παγωμένο») να παρουσιάζει κάπου 2 δισ. απόκλιση από τα προϋπολογιζόμενα. Οι δαπάνες, πιο συγκεκριμένα, παρουσίαζαν πάνω από 1 δισ. υπέρβαση: η αποζημίωση «ειδικού σκοπού» κόστισε πάνω από 700 εκατομμύρια, ενώ στο ΠΔΕ, που παγίως σέρνεται, καταγράφηκε υπέρβαση σχεδόν 600 εκατομμύρια - κυρίως από συγχρηματοδοτήσεις Ε.Ε.
Στο σκέλος των εσόδων, πάλι, «χάθηκε» λίγο περισσότερο από 1 δισ. ευρώ έναντι των προϋπολογισμένων (ξαναγυρίσαμε στα επίπεδα του 2019) με κύρια πεδία της μείωσης τον ΦΠΑ κατά περίπου 470 εκατ. ευρώ με το κατέβασμα ρολών , ενώ από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ιδίως καύσιμα) 160 εκατ. με το φρενάρισμα της κίνησης. Όμως και από τον φόρο εισοδήματος υπήρξε διαρροή, καθώς η απαρχή παγώματος των συμβάσεων εργασίας κατέλαβε σημαντικό πεδίο εισοδημάτων - άρα και παρακράτησης φόρου εισοδήματος. Είναι αυτή η επίδοση καλή («πάλι καλά!») ή θορυβητική; Πάντως, το ΥΠΟΙΚ άρχισε να παίρνει πίσω την προθυμία για 25% έκπτωση στην έγκαιρη εξόφληση υποχρεώσεων.
Μπροστά σ’ αυτά, μια ματιά στο -προβαλλόμενο- κόστος των μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης, βήμα βήμα: Όταν ξεκίνησε η ανακοίνωση των αρχικών μέτρων στήριξης -τέλη Μαρτίου, με κάλυψη 600.000 επιχειρήσεων και 1,2 εκατ., πλέον 550.000 ελεύθερων επαγγελματιών- ο υπολογισμός κόστους που αρχικά δόθηκε ήταν για 6 δισ. (σε ταμειακή βάση για το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου). Δημοσιονομικά, καθώς μεγάλο μέρος αφορά αναστολές υποχρεώσεων κ.ο.κ., η επιβάρυνση υπολογιζόταν στα 3,4 δισ. - συν η επιστρεπτέα προκαταβολή, συν πρόσθετες δαπάνες Υγείας, υποτίθεται ότι μας έφθαναν στα 4,7 δισ. ευρώ.
Καθώς εξαρχής σημαντικός αριθμός παρατηρητών επέμενε ότι τα μέτρα σε ένα τέτοιο εξωγενές σοκ θα έπρεπε να είναι εμπροσθοβαρή, καθώς ανά την Ευρώπη επικράτησε σταδιακά μια τέτοια λογική, καθώς στην εσωτερική πολιτική σκηνή τη λογική του front-loaded υιοθέτησε με εμφατικό τρόπο η αξιωματική αντιπολίτευση -κάνοντας λόγο για ευρύτερο πλέγμα, κόστους 26 δισ. σε ένα μακρότερο ορίζοντα (τα 14 σε δημοσιονομικό κόστος, ενώ 12 δισ. σε ενέσεις ρευστότητας)-, είχαμε τέλη Απριλίου αναγγελία ενός νέου πλέγματος μέτρων, που θα κάλυπτε και τους θερινούς μήνες, μετά το σταδιακό «άνοιγμα» της οικονομίας. Εδώ, δόθηκε πλαίσιο αμέσου κόστους στα 14,5 δισ. ευρώ - με αναφορές σε συνολικό κόστος 20 ή άλλως 24 δισ. ευρώ. Όχι ακριβώς αγεφύρωτο χάσμα…
Επόμενη στάση: οι προτάσεις του «Μένουμε Όρθιοι 2» του ΣΥΡΙΖΑ, με συνειδητή προσπάθεια πιο πειστικής ποσοτικοποίησης (3,7 δισ. σε μη επιστρεπτέα ενίσχυση σε εργαζομένους / αυτοαπασχολούμενους, 3 δισ. σε επιχειρήσεις, 3,5 δισ. σε «εισόδημα έκτακτης ανάγκης» - γενικό σύνολο 13,4 δισ.), κυρίως όμως με προσπάθεια υπόδειξης πηγών κάλυψης των μέτρων ώστε να αποφευχθεί η κατηγορία του «λεφτόδενδρου». Χρήση μέρους του αποθέματος/μαξιλαριού, χρήση πρόσθετων 6,5-7,5 δισ. του ΕΣΠΑ, συν αξιοποίηση των επιστροφών κερδών από ΑNFAs/SMPs που μόλις ελευθερώθηκαν.
Οπότε άμα συγκρίνει κανείς με τα πρόσθετα 12,5 δισ. ευρώ των νέων κυβερνητικών ανακοινώσεων, δεν βλέπει κανείς αληθινό χάσμα εκτιμήσεων / προθέσεων.