Όπου και να κοιτάξουμε, οι αντιθέσεις είναι εξόφθαλμες. Χθες, γερμανική κυβέρνηση και Lufthansa κατέληξαν σε προκαταρκτική συμφωνία για πακέτο διάσωσης της εταιρείας ύψους 9 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο που έχει λάβει γερμανική επιχείρηση στην κρίση του κορονοϊού. Και σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Όπου και να κοιτάξουμε, οι αντιθέσεις είναι εξόφθαλμες. Χθες, γερμανική κυβέρνηση και Lufthansa κατέληξαν σε προκαταρκτική συμφωνία για πακέτο διάσωσης της εταιρείας ύψους 9 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο που έχει λάβει γερμανική επιχείρηση στην κρίση του κορονοϊού. Και σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο.
H Fiat Chrysler βρίσκεται στα πρόθυρα της μεγαλύτερης, με κρατική στήριξη, χρηματοδότησης που γίνεται σε αυτοκινητοβιομηχανία από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Βεβαίως, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι οι χώρες με βαθιές τσέπες μπορούν να χρησιμοποιήσουν μπαζούκας για τη διάσωση των οικονομιών και των επιχειρήσεών τους έναντι των φτωχότερων που δυσκολεύονται να χρηματοδοτήσουν μόνες τους τους προβληματικούς κλάδους, γεγονός που αυτομάτως δημιουργεί δύο μέτρα και δύο σταθμά στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς.
Η Ε.Ε. αποφάσισε πρόσφατα να παρακάμψει τους κανόνες για κρατικά πακέτα και διασώσεις, ενεργοποιώντας τη λεγόμενη «ρήτρα διαφυγής», αλλά -όπως δείχνουν τα πράγματα κατά την πρακτική εφαρμογή- ούτε αυτό είναι αρκετό. Πριν από λίγες ημέρες, οι αερομεταφορείς «διασταύρωσαν τα ξίφη τους», όταν η εταιρεία χαμηλού κόστους Ryanair προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση του κρατικού πακέτου διάσωσης της Σουηδίας προς αεροπορικές εταιρείες, στην πρώτη αγωγή κατά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που επιχειρούν να σώσουν αερομεταφορείς από την κατάρρευση της ταξιδιωτικής κίνησης.
Στη Γερμανία αντιστοιχεί το 52% από την έκτακτη κρατική βοήθεια που προσφέρουν οι χώρες μέλη σε επιχειρήσεις και εργαζομένους με την έγκριση της Κομισιόν. Το γεγονός αυτό από μόνο του πυροδοτεί έντονες ανησυχίες ως προς τη διασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο Reuters Ισπανός αξιωματούχος, «δεν έχουν όλες οι χώρες πρόσβαση σε μία τέτοια μεγάλη ρευστότητα, όπως η Γερμανία, συνεπώς είναι σαφής ο κίνδυνος κατάρρευσης της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε.». Ο ισχυρός έχει το χρήμα και το προβάδισμα. Μπορεί όμως έτσι να διασφαλιστεί η έννοια της δικαιοσύνης ή της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς; Ακόμη είναι νωπά στη μνήμη μας το φθηνό χρήμα που διοχετεύθηκε κατά την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση, πυροδοτώντας τη «φούσκα» του dotcom, ή τα πακέτα διάσωσης στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers, που προκάλεσαν την κρίση χρέους.
Το παγκόσμιο χρέος έφθασε τα 255 τρισ. δολάρια στα τέλη του 2019 ή στο 322% του ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του IIF, 40% υψηλότερα από τις παραμονές της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εάν κάποιες χώρες είναι πιο γενναιόδωρες από άλλες, οι επιχειρήσεις τους μπορεί να επιβιώσουν, τη στιγμή που πιο αποτελεσματικές σε άλλες χώρες μπορεί να καταρρεύσουν. Έχει συμβεί και στο παρελθόν εταιρείες-«ζόμπι» να παραμένουν ζωντανές μαζί με τις βιώσιμες. Είμαστε λοιπόν στον δρόμο για την επόμενη κρίση χρέους...