Πολιτιστικά
Δευτέρα, 22 Ιουνίου 2020 09:04

Βαδίζοντας προς τη µοναδική βεβαιότητα

Το μυθιστόρημα «Πύλη εισόδου» της Μάρως Δούκα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Το μυθιστόρημα «Πύλη εισόδου» της Μάρως Δούκα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
«Ανήσυχη επειδή εδώ και δέκα μέρες, αν δεν την απατά η μνήμη της, δεν μιλήσαμε. Συνέβη κάτι; Δεν είμαι καλά; Και καλά να μην είμαι, σφίχτηκα μέσα μου, ποιο το νόημα να την ενημερώσω; Για να με λυπηθεί μήπως; Να τη χαίρεται τη λύπη της. Χθες, έξω απ’ το φαρμακείο του Μπακάκου στην Ομόνοια.

Mα τι έκπληξη ήταν αυτή, τέτοια συντυχία (νά τι σημαίνει μητρική γλώσσα, να μην έχεις ακούσει ποτέ μια λέξη και όταν την ακούς να ξέρεις περίπου το νόημά της), είναι ή δεν είναι, συνέχιζε η Αίθρα, να θαυμάζει κανείς; Αυτή έμπαινε, εγώ έβγαινα. Στο ένα χέρι κρατούσα το σακουλάκι με τα φάρμακά μου, στο άλλο την ανοιγμένη ομπρελίτσα μου. Μόλις είχε κλείσει και η Αίθρα τη δική της ομπρελίτσα. Εμπριμέ με κιτρινωπά ανθάκια σε καφετί φόντο η δική μου, βεραμάν σε μια γλυκύτατη απόχρωση η δική της. Τα μονόχρωμα έχουν άλλη χάρη, σκέφτηκα. Κι εφόσον το ξέρω ότι έχουν άλλη χάρη, το ερώτημα είναι γιατί πάντα, ή σχεδόν πάντα, καταλήγω στα εμπριμέ. Είπαμε ή δεν είπαμε καλή βδομάδα; Σταυροφιληθήκαμε. Είχε ραντεβού, λέει, για τα νύχια των ποδιών και τις πατούσες της γενικώς, λίγη περιποίηση δεν βλάπτει, Αφεντούλα μου, λες κι έπρεπε να δικαιολογηθεί, αρκετά παραμελήσαμε τον εαυτό μας. Και είναι αλήθεια, πολύ την έχει βολέψει εδώ, το συνδυάζει πάντα και με άλλες δουλίτσες στο κέντρο.

Της χαμογελούσα και σκεφτόμουν ότι μπορεί να με διαολόστελνε και αυτή από μέσα της. Το έχω αυτό, να έρχομαι, άθελά μου τις πιο πολλές φορές, με πολύ μεγάλη ευκολία μπορώ να πω, στη θέση του άλλου. Να μαντεύω τη σκέψη του. Διότι ναι, κι ας το λένε συνήθως για κακό, εγώ το θεωρώ πολύ σωστό (και δίκαιο) να κρίνουμε με βάση τα δικά μας (εξ ιδίων όπως λένε) τα αλλότρια. Παράδεισος δεν θα ήταν ο κόσμος; Με κατανόηση, με σύμπνοια, με ανοχή, μη μου κάνεις ό,τι δεν θέλεις να σου κάνω, και τα λοιπά. Όρεξη να έχω μόνο, ώρες ώρες με πιάνει πολύ το θυμοσοφικό μου. Αλλά και τα νεύρα μου με πιάνουν. Και το άδικο με πνίγει. Και τέλος πάντων, κι αν δεν είμαι καλά, Αίθρα μου, συνέχιζα καταιγιστικά μέσα μου, θα με σώσεις εσύ; Εσύ που ούτε του αγγέλου σου δεν έδωσες ποτέ νερό; Kαι εφόσον ανησυχούσες, όπως λες, γιατί δεν μου τηλεφώνησες; Ή μήπως μου τηλεφώνησες αλλά δεν με βρήκες; Και γιατί δεν μου έστειλες μήνυμα στο κινητό αφού δεν με βρήκες; Ή μήπως μου έστειλες ότι με αναζητάς, ότι ανησυχείς για μένα και τη ρούφηξε την ανησυχία σου το χάος; Κουβέντα να γίνεται.

Πώς το είχε πει μια φορά ο Θησέας, ο κανακάρης της; Να σας ακούω και να σας κάνω χάζι, να τρέμω και λίγο, θα αρπαχτούν ή δεν θα αρπαχτούν από στιγμή σε στιγμή οι θεές; Την ένιωσα που με πρόσεχε, σαν να μ’ έκοβε με το φθονερό μάτι της, σίγουρα έβραζε μέσα της κι αυτή εναντίον μου. Υπέροχα τα σκουλαρίκια σου, σχολίασε ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα και με τάραξε, καινούρια είναι; Τι καινούρια, βρε Αίθρα, πάνω από δέκα χρόνια τα έχω, τα αγαπημένα μου είναι, τώρα μόνο έπεσαν στην αντίληψή σου; Απορώ, εσύ που είσαι τόσο παρατηρητική, που τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Με κοίταξε δύσπιστα. Κάτι έκανε να πει, να σκάσει χαμόγελο, άλλαξε αμέσως γνώμη. Σταυροφιληθήκαμε πάλι, με την υπόσχεση να μιλήσουμε Σάββατο πρωί, μήπως και πηγαίναμε, αναλόγως τα κέφια, σινεμά το βραδάκι. Όντως, είναι ή δεν είναι να θαυμάζει κανείς με τη συντυχία; Προχωρούσα στο ψιλόβροχο σκεπτική. Ραντεβού αν είχαμε έξω απ’ του Μπακάκου, μπορεί και να την περίμενα πάνω από τέταρτο, μην πω και μισάωρο, όσο να φανεί ξεψυχισμένη. Άργησα, Αφεντούλα μου; δεν άργησα; Και ματς μουτς».

Μονόλογος παιχνίδι, στασίδι, αποκούµπι της Αφεντούλας -µιας γυναίκας στον προθάλαµο του γήρατος. Ξυπνάει και είναι νέα. Ξυπνάει και είναι γριά. Ανάλογα µε τη διάθεσή της. Με τον ύπνο που έχει κάνει. Στην Αθήνα του σήµερα, όπως τη ζει, όπως την έζησε, όσο την έζησε. Με τα δικά της πρόσωπα. Τη δική της φωνή. Τη δική της ορθοστασία. Πύλη εισόδου: Στο αχανές του κυβερνοχώρου. Το πέρασµα από τη µια στην άλλη όψη. Από το εδώ στο εκεί. Ανέµελα, αθόρυβα, φασµατικά, εις το διηνεκές. Αλόγιστα προς τα ρηχά, τα λασπερά, τα άπατα της µέρας που έφυγε. Από το εδώ στο εκεί. Συρτά, αµίλητα, προς τη µοναδική βεβαιότητα.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]