Πώς θα επηρεάσει η πανδημία του κορωνοϊού την λειτουργία της δημοκρατίας στον Δυτικό κόσμο; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί όλο και περισσότερο, με δεδομένο ότι ο κορωνοϊός εμφανίστηκε σε μια περίοδο όπου η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετώπιζε ήδη πλήθος προκλήσεων, με κυριότερη την άνοδο του λαϊκισμού. Θα επιχειρήσουμε εδώ να εξερευνήσουμε κάποιες από τις προκλήσεις για την δημοκρατία που αναφύονται στην νέα εποχή της πανδημίας.
Του Άγγελου Χρυσόγελου
επίκουρου καθηγητή διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University
Πώς θα επηρεάσει η πανδημία του κορωνοϊού την λειτουργία της δημοκρατίας στον Δυτικό κόσμο; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί όλο και περισσότερο, με δεδομένο ότι ο κορωνοϊός εμφανίστηκε σε μια περίοδο όπου η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετώπιζε ήδη πλήθος προκλήσεων, με κυριότερη την άνοδο του λαϊκισμού. Θα επιχειρήσουμε εδώ να εξερευνήσουμε κάποιες από τις προκλήσεις για την δημοκρατία που αναφύονται στην νέα εποχή της πανδημίας.
Η πρώτη πρόκληση είναι η αύξηση των εξουσιών του κράτους έναντι των πολιτών του. Από την επιβολή δρακόντειων lockdown μέχρι την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών καταγραφής κινήσεων και υγειονομικών δεδομένων, το κράτος αναμένεται να αποκτήσει έναν πρωτοφανή έλεγχο επί της ζωής των πολιτών του. Ίσως η κοντινότερη αναλογία που έχουμε για αυτό που έρχεται είναι η δραματική αύξηση των εξουσιών παρακολούθησης και ελέγχου μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Όπως και τότε, το κράτος αποκτά υπερεξουσίες με τους πολίτες σε μεγάλο βαθμό σύμφωνους, αν όχι ενθουσιασμένους, που αυτό προστρέχει στην προστασία τους.
Αυτό σημαίνει φυσικά ότι αναπόφευκτα νέα ερωτήματα θα δημιουργηθούν σχετικά με τα δικαιώματα και την ιδιωτικότητα των πολιτών, την χρήση από το κράτος των δεδομένων τους, και το αν κάποτε αυτές οι αρμοδιότητες θα ανασταλούν όταν η πανδημία περάσει. Η εμπειρία από το «κράτος ασφάλειας» που αναδύθηκε σε απάντηση του κινδύνου της τρομοκρατίας πριν από 20 χρόνια δείχνει βέβαια ότι, συνήθως, όταν το κράτος αποκτά νέες δυνατότητες ελέγχου δύσκολα τις απεμπολεί.
Η συγκέντρωση αυτών των νέων εξουσιών στα χέρια κυβερνήσεων αυταρχικών ή λαϊκιστικών φαντάζει εφιάλτης για το μέλλον της δημοκρατίας. Δεν πρέπει όμως να υποτιμούμε το πρόβλημα βλέποντάς το αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της αντιπαλότητας λαϊκισμού-φιλελευθερισμού. Οι αποκαλύψεις Ασάνζ, Σνόουντεν κλπ έδειξαν ότι και κυβερνήσεις φιλελεύθερες και μετριοπαθείς στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα προηγούμενα 20 χρόνια κάλλιστα έκαναν χρήση των δυνατοτήτων που τους παρείχε η τεχνολογία για να παραβιάσουν την ιδιωτικότητα και τα δικαιώματα των πολιτών τους στο όνομα της «ασφάλειας».
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι πώς θα λαμβάνουν χώρα οι δημοκρατικές διαδικασίες από εδώ και πέρα σε εποχή κοινωνικής αποστασιοποίησης. Σε πρακτικό επίπεδο, ήδη βλέπουμε ότι η δημοκρατία χάνει σε μεγάλο βαθμό το νόημά της όταν υπουργοί και βουλευτές δεν προσέρχονται στο κοινοβούλιο, υποψήφιοι επικοινωνούν με τους ψηφοφόρους αποκλειστικά μέσω μαγνητοσκοπημένων μηνυμάτων, οι πολίτες δεν μπορούν να διαδηλώσουν κοκ.
Πόσο ουσιαστική άραγε μπορεί να είναι η δημοκρατία με την κοινοβουλευτική ζωή, τον δημόσιο διάλογο και την μαζική κινητοποίηση να λαμβάνουν χώρα διαμέσου τηλεδιάσκεψης; Σε εποχές όπου οι ψηφοφόροι ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό απογοητευμένοι, αποστασιοποιημένοι ή κυνικοί έναντι της πολιτικής διαδικασίας, αυτή η μετατροπή της δημοκρατίας σε προϊόν αποκλειστικά της τηλεόρασης ή των σόσιαλ μήντια ενδεχομένως να επιφέρει το οριστικό της διαζύγιο με την καθημερινότητα και τις ανησυχίες των απλών ανθρώπων.
Αυτή η συζήτηση όμως δεν έχει μόνο θεωρητικές, αλλά και ξεκάθαρα πρακτικές συνέπειες. Ήδη λόγω της πανδημίας αναβλήθηκαν οι δημοτικές εκλογές στην Βρετανία, ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών στην Γαλλία και οι προεδρικές εκλογές στην Πολωνία. Ποιο είναι το μέλλον των εκλογών στην εποχή του κορονωϊού;
Στην Πολωνία η αντιπολίτευση κατηγόρησε την εθνικιστική κυβέρνηση ότι η επιμονή της να διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές στην ώρα τους δημιουργούσε άνισες συνθήκες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα, αφού ο πρόεδρος της χώρας εκ των πραγμάτων έχαιρε μεγάλης προβολής λόγω του ρόλου του στην διαχείριση της κρίσης ενώ όλοι οι ανθυποψήφιοί του έπρεπε να αναστείλουν τις εκστρατείες τους. Η περίπτωσης της Πολωνίας ίσως είναι έτσι προανάκρουσμα ανάλογων διλημμάτων σε άλλες χώρες.
Ποια θα είναι σε μια ανάλογη περίπτωση η νομιμοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο αν ο πρόεδρος Τραμπ κινείται ελεύθερα χάρη στο αξίωμα και τις αρμοδιότητές του ενώ ο Τζο Μπάιντεν παραμένει αποκλεισμένος στο σπίτι του, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα; Ποιο θα είναι το κύρος των εκλογών γενικά όταν η ουσιαστική κατάργηση των προεκλογικών εκστρατειών όπως τις ξέραμε μέχρι τώρα στερεί από τις κατά τόπους αντιπολιτεύσεις κάθε ουσιαστική ευκαιρία επαφής με τους ψηφοφόρους, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις κυβερνήσεις να θέτουν την ατζέντα, να κυριαρχούν στα ΜΜΕ κλπ;
Από την άλλη, είναι η αναβολή εκλογών μέχρι την επαναφορά σε κάποια απροσδιόριστη «ομαλότητα» ενδεδειγμένη λύση για την δημοκρατία; Η πρόσφατη νομοθεσία που πέρασε το ελεγχόμενο από τον Βίκτορ Ορμπάν κοινοβούλιο της Ουγγαρίας δείχνει ότι η πανδημία προσφέρει ευκαιρίες σε κυβερνήσεις με αυταρχικά ένστικτα να βάλουν την δημοκρατία στον πάγο. Αν η διεξαγωγή εκλογών υπό συνθήκες καραντίνας δίνει εκ των πραγμάτων πλεονέκτημα στην κατά τόπους εξουσία, δεν είναι η αναβολή τους ένα ακόμα πιο επικίνδυνο βήμα;
Τελευταίο ερώτημα είναι πώς θα αλλάξουν οι σχέσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων τώρα που οι κυβερνήσεις καλούνται να αναλάβουν το δίδυμο τιτάνιο έργο της αντιμετώπισης του ιού από την μια μεριά και της διαχείρισης μιας νέας οικονομικής ύφεσης από την άλλη. Μέχρι στιγμής οι ψηφοφόροι δείχνουν στις περισσότερες χώρες να στοιχίζονται πίσω από τις κυβερνήσεις και το πολιτικό τους σύστημα υπό τον φόβο του νέου αόρατου εχθρού. Θα διατηρηθεί αυτή η «περίοδος μέλιτος» που απολαμβάνουν τα περισσότερα κατεστημένα κόμματα στην Ευρώπη όταν η πρώτη περίοδος συναγερμού λήξει;
Τα προηγούμενα χρόνια οι περισσότεροι ερευνητές είχαν καταλήξει στο ότι στις περισσότερες χώρες η άνοδος του λαϊκισμού δεν οφειλόταν τόσο στην επιδείνωση οικονομικών δεικτών, όσο στην ανακίνηση σημαντικών αξιακών και ταυτοτικών ζητημάτων όπως η μετανάστευση και η εθνική κυριαρχία. Θεωρητικά η στροφή σε ζητήματα εξόχως πρακτικά και τεχνικά, όπου απαιτείται μεγάλος βαθμός επιστημονικής και διαχειριστικής επάρκειας, όπως η υγεία και η οικονομία φέρνει το «παιχνίδι» στο «γήπεδο» των παραδοσιακών κομμάτων. Η αύξηση της δημοτικότητας της Άνγκελα Μέρκελ στην Γερμανία και το χάος της διαχείρισης Τραμπ στις ΗΠΑ τις τελευταίες εβδομάδες ίσως αποτελούν προάγγελο μιας νέας πολιτικής ισορροπίας.
Ένα τέτοιο συμπέρασμα όμως ίσως είναι παρακινδυνευμένο. Η μεν υγειονομική κρίση πιθανότατα θα διαρκέσει ακόμα 1-2 χρόνια, η δε οικονομική κρίση θα αφήσει σημάδια που θα εκταθούν, όπως μας έδειξε η προηγούμενη μεγάλη ύφεση του 2008-09, σε ορίζοντα δεκαετίας. Η πανδημία θέτει επί τάπητος αιτήματα για δικαιότερη οικονομική ανάπτυξη, διαγενεακή και διαταξική δικαιοσύνη, μεγαλύτερο σεβασμό στο περιβάλλον, αύξηση δημοσίων δαπανών για υγεία και υποδομές, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει ένστικτα προστατευτισμού, προστασίας συνόρων και αύξησης της εθνικής κυριαρχίας έναντι εξωτερικών απειλών.
Ο δίδυμος φιλελευθερισμός – οικονομικός και κοινωνικός – της παγκοσμιοποίησης κλονίζεται, και αυτό σημαίνει ότι τα κράτη θα πρέπει να μάθουν να παρέχουν περισσότερα στους πολίτες τους ενώ ταυτόχρονα θα λειτουργούν μέσα σε ένα πιο ανταγωνιστικό και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον. Ακόμα και αν τα παραδοσιακά κόμματα κερδίσουν τον «πόλεμο» της άμεσης διαχείρισης της πανδημίας, έχουν τις δυνατότητες και την φιλοδοξία να κερδίσουν την «ειρήνη» της νέας εποχής διαμορφώνοντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τους πολίτες τους; Αν η απάντηση αποδειχτεί αρνητική, τότε τα πολιτικά συστήματα της Δύσης θα πρέπει να είναι έτοιμα για ακόμα μεγαλύτερη πολιτική ρευστότητα, κατακερματισμό και αστάθεια.