Κόσμος
Τρίτη, 12 Μαΐου 2020 09:40

Όταν η Γερμανία εξόργισε την Ε.Ε.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουμε κάποιον ατίθασο του Νότου ή του ανατολικού μπλοκ στο ρόλο του «προβληματικού παιδιού», που πυροδοτεί μία θεσμική, υπαρξιακή κρίση για την κοινότητα, αλλά τη Γερμανία. Έστω και χωρίς να το έχει επιδιώξει η κυβέρνησή της. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Γερμανίας, με την οποία αμφισβητείται  η νομιμότητα του προγράμματος αγοράς ομολόγων έχει χαρακτηριστεί ως ένας παράγοντας που βάζει βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Και πράγματι είναι μία εξέλιξη που δεν απειλεί μόνο τα σχέδια της ΕΚΤ, δεν θέτει απλά σε κίνδυνο ένα από τα ισχυρότερα «όπλα» στη μάχη κατά της πανδημίας. Συνιστά απειλή για ολόκληρο το νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελικά για την ενότητα και την ακεραιότητά της.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουμε κάποιον ατίθασο του Νότου ή του ανατολικού μπλοκ στο ρόλο του «προβληματικού παιδιού», που πυροδοτεί μία θεσμική, υπαρξιακή κρίση για την κοινότητα, αλλά τη Γερμανία. Έστω και χωρίς να το έχει επιδιώξει η κυβέρνησή της. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Γερμανίας, με την οποία αμφισβητείται  η νομιμότητα του προγράμματος αγοράς ομολόγων έχει χαρακτηριστεί ως ένας παράγοντας που βάζει βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Και πράγματι είναι μία εξέλιξη που δεν απειλεί μόνο τα σχέδια της ΕΚΤ, δεν θέτει απλά σε κίνδυνο ένα από τα ισχυρότερα «όπλα» στη μάχη κατά της πανδημίας. Συνιστά απειλή για ολόκληρο το νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελικά για την ενότητα και την ακεραιότητά της.

To πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα φαίνεται από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διαμηνύσει σε αυστηρότατους τόνους πως εάν το γερμανικό δικαστήριο δεν κάνει πίσω, θα εκκινήσει νομικές διαδικασίες κατά της Γερμανίας. Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (που σημειωτέτον είναι Γερμανίδα) φέρεται να είναι εξοργισμένη. Το γερμανικό δικαστήριο έρχεται να αμφισβητήσει ουσιαστικά την υπεροχή του Δικαίου της Ε.Ε. έναντι του εθνικού στο μέτωπο αυτό και φέρνει τις Βρυξέλλες σε μία εξαιρετικά δύσκολη θέση. Από τη μία η μετωπική σύγκρουση με μία χώρα όπως η Γερμανία είναι από μόνη της ριψοκίνδυνη. Από την άλλη εάν δεν υπάρξει σκληρή απάντηση τι μήνυμα θα λάβουν τα υπόλοιπα κράτη- μέλη; Σε μία κοινότητα στην οποία εκφράζονται δυσφορίες από διάφορες πλευρές, σε μία «οικογένεια», που δυσκολεύεται να βρει ενιαία φωνή και κοινό βηματισμό, αλλά πολλά μέλη θέλουν να ακολουθήσουν δική τους ατζέντα, δεν είναι δύσκολο να δημιουργηθεί προηγούμενο.

Η προειδοποίηση της φον ντερ Λάιεν δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα δούμε τις Βρυξέλλες να εκκινούν όντως νομικές διαδικασίες κατά του Βερολίνου. Εξάλλου η γερμανική κυβέρνηση με διαρροές ή δηλώσεις πρώην στελεχών της αφήνει να εννοηθεί ότι η στάση του δικαστηρίου δεν είναι κάτι που συμμερίζεται και η ίδια. Ωστόσο η ΕΕ.. μπορεί να κινηθεί μόνο κατά κράτους- μέλους. Και η φον ντερ Λάιεν πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τη δύναμη της αποτροπής (προς άλλες χώρες) που θα είχε μία τέτοια κίνηση. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αγνοήσει την πρόκληση αυτή για το Δίκαιο της Ε.Ε., να την αφήσει απλώς να περάσει έτσι, όπως εξηγεί και στο Bloomberg ο Μιγέλ Μαδούρο, πρώην γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.  Σε διαφορετική περίπτωση θα ακολουθήσουν και άλλες προκλήσεις από άλλα εθνικά δικαστήρια. Αυτό της Ουγγαρίας μάλιστα είναι ίσως ήδη σε θέση μάχης.

Τι μπορεί να κάνει η ίδια η γερμανική κυβέρνηση; Δημοσίως δεν πρόκειται ποτέ να αμφισβητήσει το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, το οποίο είναι θεματοφύλακας των ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών και απολαμβάνει πολύ υψηλά εμπιστοσύνης. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε θεσμική κρίση στη χώρα. Ενδεχομένως μία προσφυγή της Κομισιόν να την έβγαζε από την δύσκολη θέση, αφού θα έλεγε ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμορφωθεί, χωρίς να έρθει ευθέως σε αντιπαράθεση με τη δικαστική εξουσία.

Σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι κρίσιμα. Έως τώρα η ΕΚΤ δρούσε πραγματικά ανεξάρτητη από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ε.Ε. Το γερμανικό ανώτατο δικαστήριο ουσιαστικά υποστηρίζει πως όταν η ΕΚΤ δρα σε επίπεδο ξεκάθαρα νομισματικής πολιτικής τότε η Ε.Ε. έχει τον πρώτο λόγο. Όταν ωστόσο οι αποφάσεις της επεκτείνονται στον ευρύτερο χώρο της οικονομικής πολιτικής τότε η Γερμανία  (και η κάθε χώρα) έχει λόγο στο εάν θα την ακολουθήσει. Ακόμη και για τους οικονομολόγους δεν είναι εύκολο να διακρίνουν πού ακριβώς εμπίπτει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο η μεγάλη πλειονότητα συμφωνεί ότι με αυτό απέτρεψε η ΕΚΤ τη διάλυση της Ευρωζώνης στη μεγάλη κρίση χρέους πριν από μία δεκαετία και με την επέκτασή του σήμερα έρχεται να αποτρέψει μία νέα κρίση χρέους, απλώνοντας δίχτυ προστασίας σε όσα μέλη είναι ευάλωτα στις «επιθέσεις» οίκων αξιολόγησης και  αγορών.

naftemporiki.gr