Τρίτη, 16 Οκτωβρίου 2007 12:53

Ανάγκη για εκ βάθρων ανανέωση στο δημόσιο τομέα

Αρθρο του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΚΑΡΑΜΟΥΖΗ*

Οσο ο δημόσιος τομέας θα λειτουργεί με το σημερινό τρόπο, η ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα είναι στρεβλή και σε πολλές περιπτώσεις εξαρτημένη από την ανικανότητα του κράτους.

OI YΨΗΛΟΙ ΡΥΘΜΟΙ παγκόσμιας ανάπτυξης, το χαμηλό κόστος εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης, η μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η εκρηκτική αύξηση των τιμών εμπορευμάτων και πρώτων υλών, η σημαντική αύξηση των τιμών των ακινήτων και της γης παγκοσμίως, η άνθηση των χρηματιστηρίων, δημιουργούν νέο πλούτο και διαμορφώνουν νέες διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες καθώς και νέους πλουσίους, διευρύνοντας την ανισοκατανομή του πλούτου.

Το 2006 υπήρχαν 9,5 εκ. άνθρωποι διεθνώς, που διέθεταν πάνω από 1 εκατ. δολάρια ρευστά διαθέσιμα ο καθένας (αύξηση 8,3% σε σχέση με το 2005), ενώ τα συνολικά κεφάλαια υπό διαχείριση των παραπάνω έφτασαν τα 37,2 τρισ. δολάρια. Παράλληλα, το ποσοστό της εργασίας στο εθνικό εισόδημα των επτά πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου μειώθηκε από 58% στο 54% μόνο μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια.

Επιπρόσθετα, το κεφάλαιο διεθνοποιείται, πολυεθνικοποιείται και συγκεντρώνεται μέσα από νέες μορφές. Δημιουργούνται μεγάλες εταιρείες με παγκόσμια ή περιφερειακή εμβέλεια μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Η διαχείριση της παγκόσμιας αποταμίευσης διεθνοποιείται και συγκεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό επαγγελματιών διαχειριστών (οι δέκα μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων διαχειρίζονται το 40% του συνόλου των υπό διαχείριση κεφαλαίων παγκοσμίως) και σε νέες μορφές διαχείρισης με μόχλευση και κερδοσκοπικό χαρακτήρα (π.χ. Hedge Funds, Private Equities). Η αποτελεσματικότητα της εγχώριας μακροοικονομικής και μικροοικονομικής πολιτικής περιορίζεται.

Απέναντι στην πραγματική αυτή κοσμογονία στην χώρα μας αρκούμαστε στον αργό βηματισμό, με βάση το παρελθόν, ενώ οι καιροί απαιτούν τολμηρά και γρήγορα βήματα. Ποια είναι όμως τα κύρια χαρακτηριστικά και οι επιπτώσεις της μακρόχρονης κρατικής παρουσίας στην Ελληνική οικονομία και την κοινωνία;

Παρά το ότι διατίθεται το 1/3 του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για κοινωνικές δαπάνες, παραμένουμε με το δεύτερο χειρότερο δείκτη ανισότητας στην Ευρώπη των δεκαπέντε και με πάνω από το 20% του πληθυσμού να ζει κάτω από το επίπεδο φτώχειας. Επιπρόσθετα, με το στοιχείο της καθολικής δωρεάν παροχής υπηρεσιών να κυριαρχεί, εξέλιξη που τελικά δημιούργησε έντονες στρεβλώσεις και κοινωνικές αδικίες, συνδυασμένο με την ισοπεδωτική πολιτική αμοιβών των δημόσιων λειτουργών, την αδιαφάνεια και τον κομματισμό, υπονομεύθηκε η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι φτάσαμε σήμερα να είμαστε όλοι δυσαρεστημένοι. Πρόκειται για τις χειρότερες επιδόσεις στην αξιοποίηση πόρων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η νέα προσέγγιση πρέπει να λάβει υπόψη της όμως με ρεαλισμό ότι δεν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω συνολικής αύξησης, ούτε των δημόσιων δαπανών ούτε και των φόρων, εκτός αν προκύψουν σοβαρά έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την ευρύτερη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος. Το πρώτο σκέλος περιορίζεται από τις υποχρεώσεις μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για διατήρηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κάτω του 3% του ΑΕΠ και περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, που παραμένει σαν ποσοστό του ΑΕΠ από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης (100% του ΑΕΠ), χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα αναλογιστικά ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος και τις μη καταγεγραμμένες υποχρεώσεις. Το δεύτερο σκέλος, αυτό των φόρων περιορίζεται από το ανοικτό διεθνές περιβάλλον κίνησης κεφαλαίων, που μας θέτει σε ανταγωνισμό με άλλες χώρες για το ποια παρέχει το προσφορότερο φορολογικό καθεστώς άμεσων φόρων για επενδύσεις, επιχειρήσεις και στελέχη (ήδη, παρά τις πρόσφατες μειώσεις, έχουμε από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην περιοχή). Επιπροσθέτως, η αύξηση των έμμεσων φόρων σαν εναλλακτική, και κοινωνικά άδικη είναι, και την ανταγωνιστικότητα της χώρας υπονομεύει.

Στόχος, να εξοικονομηθούν πόροι, να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα, να βελτιωθεί η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, να γεφυρωθούν πραγματικά οι ανισότητες, να προσφερθούν ουσιαστικές ευκαιρίες σε χιλιάδες πολίτες να βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική τους θέση.

Οι κρατικές επιδοτήσεις και ενισχύσεις να καθορίζονται σαν ποσοστό επί της πραγματικής τιμής των προσφερομένων στους πολίτες υπηρεσιών από κάθε είδους κρατικό φορέα, αλλά με κριτήρια αποτελεσματικότητας, παραγωγικότητας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών από τους φορείς με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί. Να προχωρήσουμε σταδιακά στην υιοθέτηση μεθόδων μέτρησης της ποσότητας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και της ικανοποίησης των πολιτών-πελατών. Σε δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται κυρίως πόρους εργαζομένων και εργοδοτών, ο ρόλος των τελευταίων στη διαχείριση πρέπει να είναι καθοριστικός (π.χ. ΛΑΕΚ, ΙΚΑ).

Η παραπάνω συνολική προσέγγιση μπορεί να βρει εφαρμογή από την τοπική αυτοδιοίκηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις, μέχρι τα νοσοκομεία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα μεταφορικά μέσα και σε δεκάδες άλλους οργανισμούς.

Να αξιοποιήσουμε τους μηχανισμούς αγοράς στην τιμολόγηση των υπηρεσιών. Ο πολίτης να επιλέγει μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τα παραπάνω νέα έσοδα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για επενδύσεις και βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών στους πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη. Σε πολλούς τομείς το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες. Εκεί είναι εύκολο να τεθούν τα στάνταρ που πρέπει να ικανοποιεί η κρατική προσφορά υπηρεσιών, τόσο σε επίπεδο ποιότητας όσο και τιμής.

Ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό ζήτημα όμως, είναι ότι σταδιακά έχει διαμορφωθεί στη χώρα μια πολιτική διαστρωμάτωση, προσέγγιση και εκπροσώπηση, που αντανακλούν, έμμεσα ή άμεσα, την παλιά αντίληψη λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας, που από τη σύνθεσή της ήταν και είναι στην πλειοψηφία της εχθρική προς τις μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές ανοικτών αγορών και ανταγωνισμού. Και αυτή η κατάσταση δυστυχώς δεν αφορά μόνο το πολιτικό σκηνικό αλλά και την οικονομία. Δεν είναι τυχαίο που η μεγαλύτερη διαφθορά απαντάται εκεί που συναντάται ο ιδιωτικός με το δημόσιο τομέα.

Ωστόσο οι συνθήκες δημιουργίας μιας ισχυρής ελληνικής ανταγωνιστικής ιδιωτικής οικονομίας έχουν ωριμάσει, αλλά περνούν μέσα από ριζική αναμόρφωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ώστε να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις στην ανάπτυξη των αντίστοιχων κλάδων από τους ιδιώτες. Έτσι η απελευθέρωση των δημιουργικών κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων του τόπου θα οδηγήσει τη χώρα σε νέο ενάρετο κύκλο πραγματικής και διατηρήσιμης ευημερίας και ανάπτυξης. Με αποτελεσματικό κράτος, με σύγχρονη κοινωνική πολιτική, με επενδύσεις, με διεθνοποιημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα δώσουμε νέα ώθηση στην Ελλάδα σαν περιφερειακή, οικονομική και πολιτική δύναμη στην περιοχή. Είναι γεγονός ότι όσο ο δημόσιος τομές θα λειτουργεί με το σημερινό τρόπο η ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα είναι στρεβλή και σε πολλές περιπτώσεις εξαρτημένη από την ανικανότητα του κράτους.

* Ο κ. Νικόλαος Καραμούζης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά στο Τμήμα Τραπεζικής & Χρηματοοικονομικής Διοικητικής και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος στην Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias A.E.