Oι υπέρμαχοι των lockdοwn επικαλούνται τα επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες με τη λύση αυτή, τονίζει η Wall Street Journal σε άρθρο στο οποίο παρουσιάζει τις θέσεις ενός διαφωνούντα: Του καθηγητή επιδημιολογίας του Στάνφορντ, Γιάννη Ιωαννίδη.
Oι υπέρμαχοι των lockdοwn επικαλούνται τα επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες με τη λύση αυτή, τονίζει η Wall Street Journal σε άρθρο στο οποίο παρουσιάζει τις θέσεις ενός διαφωνούντα: Του καθηγητή επιδημιολογίας του Στάνφορντ, Γιάννη Ιωαννίδη.
Όπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα ο κ. Ιωαννίδης ασχολείται με τα βιοϊατρικά δεδομένα, την έρευνα πρόληψης και την πολιτική υγείας και το Google Scolar τον κατατάσσει στους 100 επιστήμονες με τις περισσότερες αναφορές. Έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 1.000 εργασίες, πολλές εκ των οποίων μετα- αναλύσεις, δηλαδή αξιολογήσεις άλλων μελετών. Παρόλα αυτά «σήμερα δέχεται επιθέσεις, επειδή αμφισβητεί τις θεωρίες πίσω από τα lockdwon, επειδή κοίταξε τα δεδομένα και βρήκε καλά νέα».
Ήδη από τον Μάρτιο σε άρθρο του για το Stat News o κ. Ιωαννίδης υποστήριξε ότι ο Covid-19 είναι πολύ λιγότερο θανατηφόρος από ό,τι όσοι στηρίζονται στα μαθηματικά μοντέλα προβλέψεων υποθέτουν. Στήριξε τη θέση αυτή στην εμπειρία του κρουαζιερόπλοιου Diamond Princess, το οποίο μπήκε σε καραντίνα στις 4 Φεβρουαρίου στην Ιαπωνία. Εννέα από τους 700 επιβάτες και μέλη πληρώματος που μολύνθηκαν από τον ιό πέθαναν. Με βάση τα δημογραφικά δεδομένα του πληθυσμού του πλοίου, ο καθηγητής του Στάνφορντ υπολόγισε ότι στις ΗΠΑ το ποσοστό θνησιμότητας θα ήταν 0,025% έως 0,625% και στο ανώτατο σημείο 0,05% με 1% (συγκρίσιμο με εκείνο της γρίπης).
«Εάν αυτό είναι το πραγματικό ποσοστό, τo να βάλεις τον κόσμο σε καραντίνα με πιθανές τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες ίσως να είναι εντελώς παράλογο» έγραψε. «Είναι σαν να δέχεται επίθεση ένας ελέφαντας από μία γάτα. Αγανακτισμένος και στην προσπάθειά του να αποφύγει την γάτα, ο ελέφαντας κατά λάθος πέφτει στον γκρεμό και σκοτώνεται».
Ο 54χρονος δρ. Ιωαννίδης, που μεγάλωσε στην Αθήνα, αρέσκεται σε μεταφορές και παρομοιώσεις, αφού διδάσκει και συγκριτική λογοτεχνία. Αποκαλεί την πανδημία του νέου κορωνοϊού «την τέλεια καταιγίδα της αναζήτησης για επείγοντα, εντυπωσιακά, αποκαλυπτικά αποτελέσματα» και εξηγεί πως αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημοσιεύονται ισχυρισμοί που είναι άκρως υπερβολικοί σε πολλαπλά επίπεδα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα μελέτης του College London, που προέβλεπε 2,2 εκατομμύρια θανάτους από Covid-19 στις ΗΠΑ εάν δεν ληφθούν μέτρα ελέγχου ή δεν υπάρχουν αυθόρμητες αλλαγές στη συμπεριφορά των ατόμων. «Χρησιμοποίησαν στοιχεία που ήταν εντελώς λάθος στους υπολογισμούς τους» υποστηρίζει και προσθέτει: «Εάν σε ένα μοντέλο υπολογισμού έχεις μερικά εσφαλμένα στοιχεία ή περιορισμένα δεδομένα το λάθος στο τελικό αποτελέσμα μπορεί να είναι αστρονομικών διαστάσεων».
Σε έρευνα που πραγματοποίησε ο καθηγητής με συναδέλφους του στο Στάνφορντ με δείγματα αίματος 3.300 εθελοντών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 2,49% με 4,16% του πληθυσμού στις ΗΠΑ έχει μολυνθεί. Ο αριθμός είναι 50 με 85 φορές μεγαλύτερος των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και δίνει ποσοστό θνητότητας από 0,12% έως 0,2%. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα δέχθηκε κριτική και αμφισβήτηση από ειδικούς της στατιστικής για τη μεθοδολογία της. Λευκές γυναίκες κάτω των 64 ετών είχαν για παράδειγμα υπερεκπροσώπηση στο δείγμα. Η ομάδα του Στάνφορντ προσάρμοσε τα δεδομένα λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την φυλή και τον ταχυδρομικό κώδικα.
Επιπλέον άλλοι βρίσκουν την έρευνα ανησυχητική γιατί δείχνει ότι ο ιός μεταδίδεται πολύ πιο εύκολα και άλλοι ελπιδοφόρα γιατί δείχνει ότι είναι λιγότερο θανατηφόρος. «Έχει να κάνει και με το εάν είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Ακόμη και στους επιστήμονες υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Συνήθως είμαι πεσιμιστής. Αλλά σε αυτή την περίιπτωση μάλλον είμαι στους αισιόδοξους» σχολιάζει ο καθηγητής.