Η φιλοδοξία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να υπάρξει στην Ελλάδα μια πολιτική οικονομία εμπιστοσύνης πηγαίνει ίσως πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι και ο ίδιος πιστεύει.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Η φιλοδοξία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να υπάρξει στην Ελλάδα μια πολιτική οικονομία εμπιστοσύνης πηγαίνει ίσως πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι και ο ίδιος πιστεύει.
Ο πρωθυπουργός έχει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των όποιων αντιπάλων του στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Είναι πολύγλωσσος και μπορεί να παρακολουθεί τη διεθνή ειδησεογραφία από πρώτο χέρι. Πρέπει επίσης να διαβάζει, έστω και διαγωνίως, κάποια βιβλία, στα οποία αποτυπώνονται σύγχρονες πραγματικότητες και η προβληματική που τις χαρακτηρίζει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η από μέρους του πρόσφατη διατύπωση ότι θέλει στην Ελλάδα «να οικοδομήσει μια πολιτική οικονομία εμπιστοσύνης» είναι μεστή σε περιεχόμενο και βαθύτερη πολιτική φιλοσοφία.
Πίσω από την έννοια της οικονομίας εμπιστοσύνης υπάρχουν απώτερα αιτήματα του κοινωνικού κεφαλαίου μιας χώρας, ήτοι των πολιτών της, που συνδέονται με την ασφάλεια, σε όλα τα επίπεδα. Ασφάλεια για την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία, την αποταμίευση, τις επενδύσεις κ.ο.κ.
Οι βιομηχανικές και αναπτυσσόμενες κοινωνίες, από τη φύση τους, είναι ασταθείς γιατί τα βιομηχανικά συστήματα παραγωγής πλούτου δεν είναι σταθερά.
Όπως πολύ γλαφυρά τα περιγράφει ο Γιόζεφ Σούμπιτερ, πρόκειται για συστήματα στα οποία τεράστιος είναι ο ρόλος της «δημιουργικής καταστροφής», φαινόμενο που από μόνο του δημιουργεί κρίσεις προσαρμογής και άρα παράγει ανασφάλεια. Ακόμα χειρότερα, όσο πιο συχνές και γρήγορες είναι οι συνθήκες της «δημιουργικής καταστροφής», τόσο πιο ισχυρό γίνεται και το αίσθημα της ανασφάλειας. Ιδιαίτερα δε σε χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας και με κράτη που οικοδομήθηκαν πάνω σε πελατειακές και στενά κομματικές σχέσεις. Αυτή κατά κύριο λόγο είναι και η ελληνική περίπτωση, με καταβολές 200 και πλέον ετών.
Το ελληνικό κρατικό μόρφωμα οικοδομήθηκε στη βάση παροχής προνομίων, προσόδων και εξασφάλισης σε συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού, κατά τρόπο άνισο όμως και έντονα κομματικοποιημένο. Συνεπώς, στην Ελλάδα, για πάρα πολλά χρόνια, το κράτος ήταν έντονα κομματικοποιημένο, με αντίβαρό του τον ισχυρό θεσμό της οικογένειας, η οποία σε κάποιο βαθμό προσέφερε εξασφάλιση στα μέλη της που βρίσκονταν εκτός πελατειακού συστήματος.
Όλο αυτό το σαθρό και γεμάτο ανισότητες οικοδόμημα πάμπολλες φορές διασώθηκε λόγω ξένης βοήθειας και δανεισμού, χωρίς να αποφύγει και οδυνηρές πτωχεύσεις. Τελικά, πριν μία δεκαετία, τινάχτηκε στον αέρα λόγω της ανόδου της υπερχρέωσής του για μια μικρή περίοδο και της εγγενούς αδυναμίας του να προσαρμόζεται γρήγορα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Από το 2010 και μετά, έτσι, το όλο σύστημα πέρασε μέσα από διαδοχικές κρίσεις, τις οποίες μπόρεσε να αντιμετωπίσει λόγω της εντάξεως σε μια ευρύτερη οικονομική, πολιτική και κοινωνική οντότητα, αυτήν της υπό εκκόλαψη ενοποιημένης σε αρκετούς τομείς Ευρώπης και του ενιαίου νομίσματός της για σημαντικές χώρες της.
Για να μπορέσει όμως να επιβιώσει το εγχώριο πελατειακό σύστημα μεταρρυθμιζόμενο, έπρεπε να υποστεί και νέο σοκ. Και αυτό το τελευταίο, ως από μηχανής Θεός, υπήρξε η πανδημία της νόσου Covid-19. Ο περίφημος κορονοϊός εκ Κίνας συνιστά εξαιρετικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους ανθρώπους που μέσα στο κόμμα της Ν.Δ. θέλουν όντως μια άλλη Ελλάδα, αντάξια της ιστορίας της και της εξέχουσας γεωπολιτικής της θέσης.
Όμως, παρά τη θετικότατη ανταπόκριση της κοινής γνώμης στο μέχρι σήμερα έργο της κυβέρνησης, το οποίο στην ουσία είναι μια δύσκολη αντιμετώπιση υγειονομικής κρίσης, η συνέχεια θα είναι πολύ δύσκολη.
Οι πελατειακές και προσοδοθηρικές δυνάμεις στη χώρα μας είναι πανίσχυρες και τώρα γνωρίζουν ότι παίζουν τα τελευταία τους χαρτιά. Κατά συνέπεια, με αφετηρία την υγειονομική κρίση, θα κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην υπάρξει στην Ελλάδα οικοδόμηση μιας πολιτικής οικονομίας εμπιστοσύνης.
Για τις δυνάμεις αυτές, η αστάθεια και οι κρίσεις που αυτή προκαλεί, υπήρξε πάντα σύμμαχός τους. Σήμερα όμως οι συνθήκες της κρίσης δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με αντίστοιχες του παρελθόντος.
Αυτός είναι όμως και ο λόγος που κυριολεκτικά υποχρεώνει τον πρωθυπουργό να αναλάβει άμεσα το ρίσκο της δημιουργίας μιας κοινωνίας εμπιστοσύνης, μέσα στην οποία το κοινωνικό κεφάλαιο, ως χοάνη της δημιουργίας, θα γίνει παράγοντας κοινωνικής ανέλιξης και οικονομικής ανάταξης για όλους.
Από πρώτη ματιά, κάτι τέτοιο μοιάζει εντελώς ασύλληπτο. Ποιος ξέρει όμως ότι σημαντικά έργα από αυτή τη βάση ξεκίνησαν: το ασύλληπτο…