ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ, δωροδοκίες, ξέπλυμα χρήματος, παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι μερικά από τα οικονομικά εγκλήματα τα οποία έχουν στοιχίσει στις επιχειρήσεις τα 4,2 δισ. δολάρια, ενώ θύματα της οικονομικής απάτης, είναι σχεδόν μία στις δύο επιχειρήσεις, κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την έρευνα που πραγματοποίησε διεθνώς η PricewaterhouseCoopers, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια Martin-Luther και Halle-Wittenberg, της Γερμανίας. Στην έρευνα, που διήρκεσε 2 χρόνια, συμμετείχαν 5.400 επιχειρήσεις και ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο περιεκτικές στο είδος της.
Οι άμεσες απώλειες για τις επιχειρήσεις, προκλήθηκαν από μια σειρά οικονομικών εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται, η σκοπίμως λανθασμένη λογιστική απεικόνιση των περιουσιακών στοιχείων, η λογιστική απάτη, η δωροδοκία και η διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος, καθώς και η παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Εκτός από τις άμεσες οικονομικές απώλειες που προέκυψαν από οικονομικό έγκλημα, οι επιχειρήσεις ανέφεραν πως υπέστησαν σοβαρές «παράπλευρες απώλειες» στις καθημερινές λειτουργίες, με αρνητικές επιπτώσεις και στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Το 88% όσων κατήγγειλαν κάποιο περιστατικό οικονομικού εγκλήματος, ανέφερε ότι έβλαψε το όνομα και το brand τους και είχε αντίκτυπο στο ηθικό των εργαζομένων. Το 84% είπε πως έβλαψε τις σχέσεις τους με άλλες εταιρείες και αύξησε το κόστος συνδιαλλαγής με τις ρυθμιστικές αρχές. Τέλος, το 69% επισήμανε ότι το οικονομικό έγκλημα επέδρασε αρνητικά στην τιμή της μετοχής τους.
Παγκόσμια υπόθεση
Η έρευνα με τίτλο «Οικονομικό έγκλημα: ¶νθρωποι, Κουλτούρα και Έλεγχοι», αποκάλυψε ότι το οικονομικό έγκλημα είναι μια παγκόσμια υπόθεση, καθώς επηρεάζει όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, σε κάθε ήπειρο και κλάδο. Καθώς, μάλιστα, το οικονομικό έγκλημα παραμένει ανεξέλεγκτο - δεν έχει μειωθεί τα τελευταία 8 χρόνια κατά τα οποία η PwC διεξάγει αυτήν την έρευνα - oι περισσότερες επιχειρήσεις εμφανίζονται αισιόδοξες, καθώς πιστεύουν ότι τα μέτρα ελέγχου θα περιορίσουν την έκθεσή τους σε περιστατικά οικονομικού εγκλήματος στο μέλλον. Μόνο το 11% των ερωτηθέντων θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο να πέσουν θύματα οικονομικού εγκλήματος στη χώρα τους για τα επόμενα 2 χρόνια.
«Είναι απλά αδύνατο να περιοριστεί το οικονομικό έγκλημα. Είναι σαν να παλεύουμε με τη Λερναία Ύδρα, μόλις καταπολεμηθεί η μία μορφή οικονομικού εγκλήματος αμέσως αναπτύσσεται στη θέση της μια άλλη», σχολίασε ο κ. Steven Skalak, Global Investigations & Forensics Leader της Pricewaterhouse Coopers. Οι έλεγχοι από μόνοι τους δεν αρκούν. Η απάντηση βρίσκεται στην υιοθέτηση μίας κουλτούρας που υποστηρίζει τις προσπάθειες ελέγχου και την καταγγελία με ξεκάθαρες ηθικές κατευθυντήριες γραμμές. Οι εταιρείες πρέπει να δημιουργούν συνθήκες εμπιστοσύνης και αφοσίωσης στους εργαζομένους τους, να δίνουν στους εργαζόμενους την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση για να κάνουν το σωστό, και να εφαρμόζουν σαφείς κυρώσεις για όσους διαπράττουν οικονομικό έγκλημα, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχουν στην εταιρεία.»
Συσχέτιση με το μέγεθος
Η έρευνα του 2007 αποκάλυψε πως υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στο μέγεθος της εταιρείας και στο βαθμό διάδοσης του οικονομικού εγκλήματος. Από τις επιχειρήσεις που απασχολούν 5.000 και πλέον εργαζόμενους, το 62% ανέφερε πως έχουν υπάρξει θύματα οικονομικού εγκλήματος. Το συγκεκριμένο ποσοστό έπεσε στο 52% για εταιρείες που απασχολούν 1001 έως 5000 εργαζόμενους και στο 32% για μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 200 εργαζόμενους.
Κανένας κλάδος δεν είναι διασφαλισμένος έναντι του οικονομικού εγκλήματος. Από την έρευνα προκύπτει ότι ο κλάδος των ασφαλιστικών υπηρεσιών και του λιανικού εμπορίου είναι ο πιο ευάλωτος στο οικονομικό έγκλημα με το 57% των εταιρειών να καταγγέλλουν κάποιο περιστατικό οικονομικού εγκλήματος. Ακολουθούν οι κρατικές υπηρεσίες και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας με 54%, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες με 46% και οι αυτοκινητοβιομηχανίες με 44%. Οι συνηθέστερες μορφές οικονομικού εγκλήματος ανά κλάδο ποικίλλουν εξαιτίας των διαφορετικών λειτουργικών χαρακτηριστικών που διαθέτει ο καθένας.
Η κλοπή αποτελεί τη συνηθέστερη μορφή οικονομικού εγκλήματος, σύμφωνα με το 30% όσων δήλωσαν πως έχουν πέσει θύματα κάποιου είδους οικονομικού εγκλήματος. Η παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας κυμάνθηκε στο 15%, η διαφθορά και η δωροδοκία στο 13%, η λογιστική απάτη από το 12% και το ξέπλυμα χρήματος από το 4%.
Ανδρες η πλειοψηφία
Το 85% όσων εμπλέκονται σε περιστατικά οικονομικού εγκλήματος είναι άνδρες. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι 31 έως 50 χρόνων, με τριτοβάθμια ή ανώτατη εκπαίδευση. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν προσληφθεί από την πληγείσα εταιρεία, με το 26% από αυτούς στα ανώτερα κλιμάκια (senior management), ενώ το 43% είχε τουλάχιστον 5 χρόνια προϋπηρεσία στην εταιρεία.
«Δύο είναι οι παράγοντες που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την τέλεση οικονομικού εγκλήματος: το κίνητρο και η ευκαιρία», δήλωσε ο κ. Skalak. «Τα πλέον συνήθη κίνητρα για τη διάπραξη οικονομικού εγκλήματος είναι απλά: ανάγκη και απληστία. Η μη ικανοποιητική ύπαρξη μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και η παγίωση μιας εταιρικής κουλτούρας που δεν προάγει την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, την ηθική και τη συμμόρφωση, δημιουργεί ευκαιρίες για κρούσματα οικονομικού εγκλήματος.»
Σύμφωνα με την έρευνα, οι βασικές αιτίες που οδηγούν ένα άτομο στο οικονομικό έγκλημα είναι τα οικονομικά κίνητρα σε ποσοστό 57%, το ακριβό lifestyle στο 36% και η επαγγελματική απογοήτευση στο 12%. Οι αδύναμοι μηχανισμοί ελέγχου αναφέρθηκαν ως αίτιο για το 1/3 των περιπτώσεων. Το χαμηλό επίπεδο αφοσίωσης προς την εταιρεία για το 34%, η σχετική ανωνυμία, για το 17%, η ασάφεια των κανόνων ηθικής της εταιρείας για το 14% και ο πειρασμός για το 44%.
Η αντίδραση των στελεχών
Για περιπτώσεις διάπραξης οικονομικού εγκλήματος σε εκτεταμένα χρονικά διαστήματα, τα εμπλεκόμενα διοικητικά στελέχη πρέπει να είναι σε θέση να εκλογικεύουν τη συμπεριφορά τους, όπως με αιτιολογίες του τύπου «είναι για το καλό της εταιρείας» ή «είναι μια γκρίζα περιοχή». Στο 40% των περιπτώσεων διάπραξης οικονομικού εγκλήματος οι εργαζόμενοι ανέφεραν πως δεν γνώριζαν ότι κάνουν κάτι κακό, ενώ σε ποσοστό 26% αρνήθηκαν ότι η πράξη τους έχει οικονομικές συνέπειες για την εταιρεία.
Το 43% των περιστατικών οικονομικού εγκλήματος εντοπίστηκε από ανώνυμες καταγγελίες (whistleblower hotlines) ή «από ψιθύρους» - αν και το πιο αποτελεσματικό μέτρο, ο εσωτερικός έλεγχος, υπήρξε η αρχική μέθοδος εντοπισμού του 19% των περιπτώσεων, επισημαίνοντας την αξία της διαφάνειας στην εταιρική κουλτούρα, η οποία καθιστά τους εργαζόμενους ικανούς να αναγνωρίζουν και να καταγγέλλουν κάθε ανάρμοστη συμπεριφορά.
Εταιρείες που έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά κάποια δομική αλλαγή - συγχώνευση, εξαγορά, αναδιοργάνωση ή περικοπές προσωπικού - ανέφεραν αυξημένα περιστατικά οικονομικού εγκλήματος. «Μία εξαγορά, δημιουργία ενός νέου venture, ο συνδυασμός διαδικασιών και συστημάτων πληροφορικής, οι αλλαγές στο προσωπικό, η συναλλαγή με νέους πελάτες και προμηθευτές, και η επαφή με νέες κουλτούρες ξένων χωρών συμβάλλουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος γόνιμου για την άνθιση του οικονομικού εγκλήματος», υπογράμμισε ο κ. Skalak.
Κατανόηση και προετοιμασία
«Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις αναδυόμενες οικονομίες πρέπει να κατανοήσουν το ρίσκο -αναφορικά με το οικονομικό έγκλημα- που θα αντιμετωπίσουν σε διαφορετικές κουλτούρες και να προετοιμαστούν, καθώς είναι πολύ πιθανό να κληθούν να συμμετάσχουν σε ανάρμοστες μεθοδεύσεις. Η αντίσταση στη διαφθορά μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη εν όψει της ανταγωνιστικής αγοράς και της εσωτερικής πίεσης για θετικά αποτελέσματα», συνόψισε ο κ. Skalak. Οι επιχειρήσεις πρέπει να κατανοήσουν το πώς θα αντιμετωπίσουν το οικονομικό έγκλημα και τη διαφθορά πριν από κάθε επένδυση. Έλεγχοι που αποδίδουν στις αναπτυγμένες οικονομίες μπορεί να μην είναι το ίδιο αποτελεσματικοί στις αναδυόμενες αγορές».
Στις αναδυόμενες αγορές
Το οικονομικό έγκλημα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο τόσο στις αναδυόμενες οικονομίες, (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Ρωσία και Τουρκία,) όσο και στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, το κόστος από το οικονομικό έγκλημα ήταν σημαντικά υψηλότερο στις αναδυόμενες οικονομίες. Αθροιστικά, οι 7 αναδυόμενες αγορές (Ε7) αντιμετωπίζουν το 45% του συνόλου των οικονομικών απωλειών παγκοσμίως, οι οποίες ανέρχονται σε 4,2 δισ. δολάρια. Εταιρείες με δραστηριότητες στις αναδυόμενες αγορές ανέφεραν ότι οι μέσες απώλειες που προκλήθηκαν από οικονομικό έγκλημα ανέρχονται σε 5.1εκατ. δολάρια, είναι δηλαδή, υπερδιπλάσιες από τις αντίστοιχες απώλειες των εταιρειών που δεν δραστηριοποιούνται σε αυτήν την επικράτεια.
Στις αναδυόμενες αγορές, τουλάχιστον 1 στις 4 εταιρείες και σε μερικές χώρες η 1 στις 2 εταιρείες τους ζητήθηκε να δωροδοκήσουν. Η διαφθορά συνειδήσεων και η κλοπή πνευματικής περιουσίας αποτελούν τους βασικούς προβληματισμούς των επιχειρήσεων που επεκτείνουν τη λειτουργία τους σε αναδυόμενες αγορές. Παρ' όλο που οι επιχειρήσεις έχουν εφαρμόσει μέτρα ελέγχου, πολλές παραμένουν αβέβαιες ως προς τον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετωπίσουν τέτοια ρίσκα.