Ανήμερα του Άι-Γιώργη -ας ξεκινήσουμε λίγο παραδοσιακά- οι αρχηγοί κυβερνήσεων και κρατών της Ε.Ε. «27» συναντώνται σε έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με βιντεοσύσκεψη, φυσικά), για να πάνε παραπέρα την εκδοχή αλληλεγγύης των υπουργών Οικονομικών προ 15ημέρου, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ανήμερα του Άι-Γιώργη -ας ξεκινήσουμε λίγο παραδοσιακά- οι αρχηγοί κυβερνήσεων και κρατών της Ε.Ε. «27» συναντώνται σε έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με βιντεοσύσκεψη, φυσικά), για να πάνε παραπέρα την εκδοχή αλληλεγγύης των υπουργών Οικονομικών προ 15ημέρου.
Μετά το τρικυμισμένο Eurogroup, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ είχε καυχηθεί (χαμηλότονα) ότι η συμφωνία εκείνη αποτελεί «σημαντική πρόοδο» και ότι «με αυτό το άνευ προηγουμένου πακέτο σηκώνουμε μαζί το βάρος της κρίσης». Επειδή υπήρχαν τριγμοί μεταξύ των «27» -και όχι μόνο λόγω της πολιτικής οξύτητας μεταξύ, π.χ., του Ολλανδού Βόπκε Χέκστρα και του Ιταλού Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι, που «σήκωσε» ο Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα μιλώντας δημόσια για «επαναλαμβανόμενη, αποκρουστική μικροπρέπεια» της Ολλανδίας-, ο ίδιος ο Μισέλ άνοιγε ένα παράθυρο, «συνεργαζόμενος με την πρόεδρο της Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν για Οδικό Χάρτη και Σχέδιο Δράσης για επαναφορά της Ε.Ε. στην ανάπτυξη». Και μάλιστα αναφερόμενος σε «πράσινη και ψηφιακή στρατηγική». (Για όσους δεν είναι συνηθισμένοι στο eurospeak, η αναφορά είναι στο σχέδιο Μακρόν για «δυνατότητα έκδοσης κοινού χρέους, όποιο κι αν είναι το όνομά του», π.χ. το Ταμείο Ανάκαμψης 10ετούς διάρκειας.)
Προκειμένου να αποφύγει μια επανάληψη είτε της αμηχανίας στην κορυφή των «27» είτε της «τραυματικής έντασης» ατμόσφαιρας στο Eurogroup, η Άγκελα Μέρκελ φρόντισε να επανέλθει, διακηρύσσοντας ότι «η Γερμανία όχι μόνο θέλει να δείξει αλληλεγγύη, αλλά και ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ αλληλεγγύη. […] Αρχή μας είναι: η Γερμανία θα προκόψει μόνον άμα η Ευρώπη πάει καλά». Η καγκελάριος δέχθηκε ότι «ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα χρειαστεί διαφορετικά χρηματοοικονομικά μέσα στα πρώτα λίγα χρόνια μετά την πανδημία, όμως θα πρέπει να κινηθούμε εντός των πλαισίων των σημερινών συνθηκών». Για να επαναλάβει τη θέση Ρέγκλινγκ ότι «νέες συνθήκες θα χρειάζονταν 2-3 χρόνια», οπότε μόνο μέσω των υφιστάμενων εργαλείων της Ε.Ε. θα υπάρξει «χρονικά ωφέλιμη» κινητοποίηση. Πάντως, η Γερμανία
-επαναβεβαίωνε- θα συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη «πέρα και πάνω από το πακέτο που συμφωνήθηκε». Στη βιντεο-σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλά θα κάνει να «ανοίξει το μικρόφωνο», δηλαδή να λάβει ουσιαστικά τον λόγο - πράγμα που δεν επέλεξε να κάνει στο Eurogroup ο Χρήστος Σταϊκούρας. (Δεν τον αδικούμε τον Έλληνα ΥΠΟΙΚ, καθώς στο Eurogroup υπήρχε η αίσθηση ότι ειδικά η Ελλάδα είχε κερδίσει σε προηγούμενους γύρους καίρια περιθώρια κινήσεων. Πώς; Από την ταυτόχρονη άρση των περιορισμών ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα και τη γενική -αλλά η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη υπό ενισχυμένη παρακολούθηση και με ειδικούς δημοσιονομικούς στόχους- άρση των απαγορεύσεων για κρατικές ενισχύσεις ως την άμβλυνση των καταναγκασμών του Συμφώνου Σταθερότητας).
Το να «ανοίξει το μικρόφωνο» ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο οποίος ήδη μίλησε με Σαρλ Μισέλ, έχει τη λογική επόμενου βήματος, που βρίσκει έρεισμα και στην άλλη αποστροφή Μέρκελ: «Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι όλες οι χώρες περιήλθαν σ’ αυτήν την κρίση χωρίς κανένα δικό τους παράπτωμα, χωρίς σφάλματα οικονομικής πολιτικής». Αυτή είναι θέση ακριβώς στον αντίποδα Χέκστρα/Ρούτε, που «διερωτήθηκαν», δήθεν, γιατί κράτη του Νότου έχουν ασθενείς οικονομίες που χρειάζονται στήριξη λόγω κρίσης κορονοϊού, αλλά και προκαταβολική απάντηση στις εντός Γερμανίας αντιρρήσεις για γνήσια ανταπόκριση στο πλαίσιο διεκδίκησης των «9» (μεταξύ των οποίων και ο Κ. Μητσοτάκης) ηγετών με προσέγγιση ευρωομολόγου. Δηλαδή ad hoc αμοιβαιοποίησης μέρους του ευρωπαϊκού χρέους, σε λογική επανεκκίνησης των οικονομιών μετά την τωρινή κατάψυξη λόγω Covid-19.
Έχει μεγάλη σημασία -κι ας είναι τα ποσά συγκρατημένα- ότι η Ελλάδα/Σταϊκούρας πήρε θέση αντίστοιχη με της Ιταλίας/Γκουαλτιέρι, καθιστώντας γνωστό ότι δεν θα σπεύσει (κι ας το έχει ανάγκη) να ζητήσει τη στήριξη από τον ESM ώστε να αποφύγει στιγματισμό ενώπιον των αγορών, στις οποίες μάλιστα προσήλθε με το πρόσφατο 7ετές της συμβολικά. Τα κονδύλια ESM είναι 240 από τα 540 δισ. αποφασισμένα του Eurogroup - πλην όμως μόνον τα 60 δείχνουν να είναι «χωρίς μνημόνιο», δηλαδή εκείνα που αφορούν τη στήριξη των συστημάτων υγείας. Η Ελλάδα θα στόχευε σε 3,5-4 δισ. από τους πόρους ESM, έναντι 1,5 δισ. από το πρόγραμμα SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη στήριξη θέσεων εργασίας. (Άλλα 3 δισ. θα είναι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων: αυτά όμως είναι κεφάλαια για προγράμματα πιο μακροπρόθεσμα.)
Το «επόμενο βήμα» απαιτεί πολιτική ειλικρίνεια -θυμηθείτε και την τοποθέτηση Ντράγκι για αναπόφευκτη αύξηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού-, που δεν αφθονεί, όμως, στην κορυφή των «27».