Απόψεις
Πέμπτη, 09 Απριλίου 2020 12:00

Η παρακαταθήκη του Μπέρνι Σάντερς

Την απόσυρσή του από την κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών και την προεδρία ανακοίνωσε χθες ο Μπέρνι Σάντερς, με τον πρώην αντιπρόεδρο 77χρονο Τζο Μπάιντεν να μένει ο μόνος υποψήφιος.
 

Από την έντυπη έκδοση

Την απόσυρσή του από την κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών και την προεδρία ανακοίνωσε χθες ο Μπέρνι Σάντερς, με τον πρώην αντιπρόεδρο 77χρονο Τζο Μπάιντεν να μένει ο μόνος υποψήφιος.

Ο Μπάιντεν θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ μέσα σε ένα αβέβαιο σκηνικό που θα έχει αφήσει πίσω της η πανδημία του κορονοϊού, που αυτή τη στιγμή πλήττει με σφοδρότητα τις ΗΠΑ, με τεράστιο ανθρώπινο, οικονομικό και κοινωνικό κόστος.

Η απόφαση του Σάντερς να αποσυρθεί θα μπορούσε να θεωρηθεί «παράπλευρη απώλεια» της πανδημίας του Covid-19. Παρά τις ήττες που είχε δεχθεί στις τελευταίες αναμετρήσεις, θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεχίσει την κούρσα.

Το προσόν του Σάντερς δεν ήταν μόνο οι ιδέες του. Πάνω από όλα ήταν η δυνατότητα επικοινωνίας με τον κόσμο, ιδίως τους νέους, παρά τα 78 του χρόνια. Η επιτυχία του να αναδειχθεί σε υπολογίσιμη αντισυστημική υποψηφιότητα μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα οφειλόταν στον χαρακτήρα κινήματος που είχε πάρει από τις προηγούμενες ακόμη εκλογές η προσπάθεια να διεμβολίσει το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος και ευρύτερα των ΗΠΑ.

Η μη δυνατότητα επαφής με τη βάση λόγω κορονοϊού στέρησε από τον Σάντερς το βασικό του προσόν.

Αυτοπροσδιοριζόμενος ως σοσιαλδημοκράτης, ο Σάντερς θορύβησε από την πρώτη στιγμή την κομματική επετηρίδα του Δημοκρατικού Κόμματος που κάθε άλλο παρά ευνοούσε μια αριστερή στροφή.

Επιστροφή λοιπόν στη συνήθη πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ;

Η υποψηφιότητα Σάντερς έχει αφήσει σημαντική παρακαταθήκη. Οι αναφορές του σε περίθαλψη για όλους, δημόσια παιδεία, και η έμφαση στα δικαιώματα των εργαζομένων θα συνεχίσουν να δεσπόζουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή των ΗΠΑ και όχι μόνο.

Με την υγειονομική κρίση του Covid-19 ζητήματα όπως η περίθαλψη για όλους ή το δικαίωμα στην εργασία θα τεθούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο, καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις είναι ήδη μεγάλες, με τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα να καταβάλλουν το τίμημα.