«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» το αριστούργημα του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, έργο διαχρονικό για τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο, μετά την πρώτη του έκδοση στα ελληνικά το 1986 –από τις εκδόσεις Λιβάνη, κυκλοφορεί και πάλι, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» το αριστούργημα του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, έργο διαχρονικό για τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο, μετά την πρώτη του έκδοση στα ελληνικά το 1986 –από τις εκδόσεις Λιβάνη, κυκλοφορεί και πάλι, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.
«Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο υπήρξε ο πιο περιζήτητος εργένης στα είκοσι οκτώ του. Επέστρεφε από μια μακρά διαμονή στο Παρίσι, όπου έκανε ανώτατες σπουδές ιατρικής και χειρουργικής, […].
Η χολέρα τού έγινε εμμονή. Δεν ήξερε γι’ αυτή τίποτα περισσότερο απ’ όσα είχε μάθει μηχανικά σε κάποιο δευτερεύον μάθημα και του είχε φανεί αδιανόητο πως μόλις τριάντα χρόνια πριν είχε προκαλέσει στη Γαλλία, του Παρισιού συμπεριλαμβανομένου, τον θάνατο πάνω από εκατόν σαράντα χιλιάδων ανθρώπων. Ύστερα όμως από τον θάνατο του πατέρα του, έμαθε όλα όσα ήταν εφικτό να μάθει για τις διάφορες μορφές της χολέρας, σχεδόν σαν πηγή μετάνοιας για να εξευμενίσει τη μνήμη του, και υπήρξε μαθητής του πιο επιφανούς επιδημιολόγου του καιρού του και δημιουργού της καραντίνας, του καθηγητή Αντριέν Προυστ, πατέρα του μεγάλου μυθιστοριογράφου. Όταν λοιπόν επέστρεψε στον τόπο του κι ένιωσε, από τη θάλασσα κιόλας, την μπόχα της αγοράς και είδε τους αρουραίους στους οχετούς και τα μικρά παιδιά να κυλιούνται γυμνά στις λακκούβες των δρόμων, όχι μονάχα κατάλαβε γιατί είχε πέσει πάνω τους η συμφορά, αλλά ήταν επίσης βέβαιος πως από στιγμή σε στιγμή αυτό θα επαναλαμβανόταν.
Δεν πέρασε πολύς καιρός. Πριν κλείσει χρόνος, οι μαθητές του από το Νοσοκομείο του Ελέους τού ζήτησαν να τους βοηθήσει μ’ έναν άπορο ασθενή που είχε ένα παράξενο γαλάζιο χρώμα σ’ όλο του το σώμα. Του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο τού ήταν αρκετό να τον δει από την πόρτα για να αναγνωρίσει τον εχθρό. Όμως ήταν τυχερός: ο ασθενής είχε φτάσει τρεις μέρες πριν με μια γολέτα από το Κουρασάο και είχε πάει στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου μόνος του και δε φαινόταν πιθανό να έχει μολύνει κανέναν. Καλού κακού, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο προειδοποίησε τους συναδέλφους του, κατάφερε να στείλουν σήμα κινδύνου οι Αρχές στα γειτονικά λιμάνια και να μπει σε καραντίνα η μολυσμένη γολέτα, […].
Ο ασθενής πέθανε την τέταρτη μέρα, πνιγμένος σ’ έναν λευκό κοκκώδη εμετό, αλλά τις επόμενες εβδομάδες δεν αποκαλύφθηκε καμιά άλλη περίπτωση, παρά τη διαρκή επιφυλακή. Λίγο μετά, η “Εμπορική” δημοσίευσε την είδηση πως δυο μικρά παιδιά είχαν πεθάνει από χολέρα σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Διαπιστώθηκε πως το ένα είχε μια κοινή δυσεντερία και το άλλο, ένα κοριτσάκι πέντε ετών, φαινόταν πως υπήρξε πράγματι θύμα της χολέρας. Οι γονείς της και τα τρία αδέρφια της αποχωρίστηκαν ο ένας τον άλλο και μπήκαν σε ατομική καραντίνα και ολόκληρη η συνοικία τέθηκε σε αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. Ένα από τα παιδιά είχε κολλήσει χολέρα και ανέκαμψε πολύ σύντομα και όλη η οικογένεια επέστρεψε σπίτι όταν πέρασε ο κίνδυνος. Έντεκα ακόμα περιπτώσεις καταγράφηκαν μέσα σε τρεις μήνες, και τον πέμπτο σημειώθηκε μια ανησυχητική επιδείνωση, αλλά στο τέλος του έτους θεωρήθηκε πως ο κίνδυνος της επιδημίας είχε εξορκιστεί. Κανείς δεν αμφισβήτησε πως η υγειονομική αυστηρότητα του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο, περισσότερο από τις υπερεπαρκείς προειδοποιήσεις του, είχε κάνει εφικτό το θαύμα. Από τότε, και αφού προχώρησε πολύ αυτός ο αιώνας, η χολέρα υπήρξε ενδημική όχι μονάχα στην πόλη αλλά και σχεδόν σε όλη την παραλιακή ζώνη της Καραϊβικής και στο λεκανοπέδιο της Μαγκνταλένα, αλλά δεν εκδηλώθηκε ποτέ ξανά ως επιδημία. Ο συναγερμός χρησιμοποιήθηκε για να εισακουστούν οι προειδοποιήσεις του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο με περισσότερη σοβαρότητα από τις Αρχές. Δημιουργήθηκε έδρα χολέρας και κίτρινου πυρετού στην Ιατρική Σχολή και έγινε κατανοητή η επιτακτική ανάγκη να κλείσουν οι βόθροι και να κατασκευαστεί αγορά μακριά από τη χωματερή. Ωστόσο, ο γιατρός Ουρμπίνο δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις δάφνες της νίκης του, ούτε είχε διάθεση να επιμείνει στην κοινωνική του αποστολή, διότι εκείνη την εποχή ο ίδιος είχε μείνει με το ένα του φτερό σπασμένο, βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης και διαρκούς αφηρημάδας και ήταν αποφασισμένος να αλλάξει τα πάντα και να ξεχάσει όλα τα υπόλοιπα στη ζωή εξαιτίας του κεραυνοβόλου έρωτα για τη Φερμίνα Δάσα».
Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο καταφέρνει να παντρευτεί την -αρνούμενη τις παθιασμένες προτάσεις του Φλορεντίνο Αρίσα- νεαρή Φερμίνα. Ο αθεράπευτα ρομαντικός Φλορεντίνο αναζητά παρηγοριά στην αγκαλιά πολλών άλλων γυναικών, καμία όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη Φερμίνα στην καρδιά του. Πιστός στον όρκο του ότι θα την αγαπάει για πάντα, ζει για την ημέρα που εκείνη θα απελευθερωθεί από τα δεσμά της. Όταν, μισό αιώνα αργότερα, ο σύζυγος της Φερμίνα σκοτώνεται προσπαθώντας να κατεβάσει τον παπαγάλο του από ένα δέντρο μάνγκο, ο Φλορεντίνο αρπάζει την ευκαιρία, και μετά από από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες, της καταθέτει και πάλι την αιώνια αγάπη του.
«“Φερμίνα”, της είπε, “περίμενα αυτή την ευκαιρία πάνω από μισό αιώνα, για να σου επαναλάβω μια φορά ακόμη τον όρκο αιώνιας πίστης μου και τον παντοτινό μου έρωτα”.
Η Φερμίνα Δάσα θα πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σ’ έναν τρελό, αν δεν είχε λόγους να σκεφτεί πως ο Φλορεντίνο Αρίσα εμπνεόταν εκείνη τη στιγμή από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η άμεση παρόρμησή της ήταν να τον βρίσει για τη βεβήλωση του σπιτιού της με ζεστό ακόμη στον τάφο το πτώμα του άντρα της. Την εμπόδισε όμως η αξιοπρέπεια της οργής. “Φύγε”, του είπε, “και να μη σε ξαναδώ ποτέ τα χρόνια που σου απομένουν να ζήσεις”. Άνοιξε και πάλι διάπλατα την εξώπορτα που είχε αρχίσει να κλείνει και κατέληξε: “Που ελπίζω να είναι πολύ λίγα”.
Όταν άκουσε τα βήματα να σβήνουν στον έρημο δρόμο, έκλεισε την πόρτα πολύ αργά, αμπάρωσε και κλείδωσε, και μόνη, ήρθε αντιμέτωπη με τη μοίρα της. […] άρχισε να σιγοκλαίει στον ύπνο της και κοιμήθηκε σιγοκλαίγοντας χωρίς ν’ αλλάξει στάση, στη μεριά της, ως πολύ αργότερα από τη στιγμή που σταμάτησαν να λαλάνε τα κοκόρια και την ξύπνησε ο ανεπιθύμητος ήλιος του πρωινού δίχως εκείνον. Μονάχα τότε συνειδητοποίησε πως είχε κοιμηθεί πολύ χωρίς να πεθάνει, σιγοκλαίγοντας στον ύπνο της, και πως καθώς κοιμόταν σιγοκλαίγοντας σκεφτόταν περισσότερο τον Φλορεντίνο Αρίσα παρά τον νεκρό σύζυγο».
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες -ο Γκάμπο ή Γκαμπίτο όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά σε όλη τη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στην Αρακατάκα της Κολομβίας το 1927 και πέθανε Πόλη του Μεξικού το 2014. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα και από τους βασικούς εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού. Αποτύπωσε μοναδικά στο έργο του την ομορφιά και την τραγωδία της Λατινικής Αμερικής και τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Neustadt το 1972 και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982.
Σε συνέντευξή του στο www.lanacion.com.ar, μιλώντας για το μυθιστόρημά του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» ανέφερε: «Αυτό το βιβλίο ήταν απόλαυση. Θα μπορούσα να το έχω κάνει πολύ μεγαλύτερο, αλλά έπρεπε να το θέσω υπό έλεγχο. Μπορείς να πεις τόσα για τη ζωή δυο ανθρώπων που αγαπιούνται! Είναι ένα θέμα ανεξάντλητο… Τα δύο χρόνια που πέρασα γράφοντας το βιβλίο ήταν μια περίοδος σχεδόν απόλυτης ευτυχίας. Όλα μού πήγαιναν καλά. Οι άνθρωποι περνούν όλη τους τη ζωή σκεπτόμενοι πώς θα ήθελαν να τη ζήσουν πραγματικά. Έχω ρωτήσει τους φίλους μου και κανείς τους δε φαίνεται να έχει μια ξεκάθαρη άποψη γι’ αυτό. Εγώ λοιπόν τώρα έχω: θα ήθελα όλη μου η ζωή να είναι όπως αυτά τα χρόνια που έγραφα τον “Έρωτα στα χρόνια της χολέρας”».