Τρίτη, 30 Οκτωβρίου 2007 11:53

Ο πλούτος και η κουλτούρα των εθνών

Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι έχουν αναγάγει τον Ανταμ Σμιθ σε προφήτη, όπως ακριβώς συνέβαινε κάποτε με τον Καρλ Μαρξ στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Το κεντρικό δόγμα που αποδίδεται στον Σμιθ -ότι δηλαδή τα καλά κίνητρα, ανεξάρτητα από την κουλτούρα, παράγουν καλά αποτελέσματα- έχει αναδειχθεί σήμερα σε ιερό κανόνα της οικονομικής θεωρίας. Η θέση αυτή όμως είναι μία στρεβλή ερμηνεία της ιστορίας (και πιθανότατα μία λαθεμένη ανάγνωση του Σμιθ).

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ανάπτυξη δεν βασίστηκε στα καλύτερα κίνητρα, αλλά στη δημιουργία μίας νέας οικονομικής κουλτούρας σε κοινωνίες όπως η Αγγλία και η Σκωτία. Εάν θέλουμε να θέσουμε τα φτωχά κράτη σε τροχιά ανάπτυξης, θα πρέπει να αλλάξουμε την κουλτούρα τους και όχι μόνο τους θεσμούς και τα σχετικά κίνητρα. Και αυτό προϋποθέτει την επαφή των ανθρώπων αυτών με τον τρόπο ζωής των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Παρά τη σχεδόν οικουμενική πεποίθηση των οικονομολόγων για τον πρωταγωνιστικό ρόλο των κινήτρων, τρία εμπειρικά στοιχεία που αντλούμε από την παγκόσμια ιστορία καταδεικνύουν την κυριαρχία της κουλτούρας.

- Κατά το παρελθόν ορισμένες άριστες κυβερνήσεις -αυτές δηλαδή που παρείχαν κίνητρα στο σύνολο των πολιτών- δεν κατάφεραν να αποφύγουν την οικονομική αποτελμάτωση.

- Τα κίνητρα για οικονομική δραστηριότητα είναι πολύ καλύτερα στις περισσότερες φτωχές χώρες (περιλαμβανομένων των προ- βιομηχανικών οικονομιών) από ό,τι σε ευημερούσες οικονομίες όπως η Γερμανία και η Σουηδία.

- Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν προϊόν της μεταστροφής των βασικών οικονομικών προτιμήσεων της κοινωνίας και όχι αλλαγών στους θεσμούς.

Για παράδειγμα, η βιομηχανία βάμβακος που αναπτύχθηκε στη Βομβάη την περίοδο 1857-1947 λειτουργούσε χωρίς περιορισμούς απασχόλησης, πλήρη ασφάλιση κεφαλαίου, σταθερό και αποτελεσματικό νομικό σύστημα, χωρίς ελέγχους εισαγωγών και εξαγωγών. Επιπλέον, υπήρχε πρόσβαση σε φθηνό κεφάλαιο και εργατικά χέρια, σε μία βιομηχανία όπου η εργασία αντιστοιχεί στο 60% του συνολικού κόστους παραγωγής. Τα περιθώρια κέρδους 6% έως 8% αποδείχθηκαν επαρκή κίνητρα για την κατασκευή νέων εργοστασίων. Ο τομέας υφαντουργίας της Ινδίας ωστόσο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε καμία περίπτωση εκείνον της Βρετανίας, παρά το γεγονός ότι οι βρετανικοί μισθοί είναι πέντε φορές υψηλότεροι. Τα κίνητρα από μόνα τους δεν μπορούν να παράγουν ανάπτυξη.

Στον αντίποδα, οι σκανδιναβικές χώρες είναι «διαβόητες» μεταξύ των οικονομολόγων για την υψηλή φορολογία και τις δημόσιες δαπάνες. Το εισόδημα φορολογείται σε ποσοστό από 50% έως 67%. Η οικονομική δραστηριότητα σε κάθε τομέα είναι «περιφραγμένη» από κάθε είδους κανόνες και περιορισμούς. Παρόλα αυτά πρόκειται για επιτυχημένες οικονομίες, με παραγωγικότητα αντίστοιχη εκείνων των ΗΠΑ και συνεχή ανάπτυξη.

Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της μεσαιωνικής Αγγλίας, όπου παρά το γεγονός ότι η φορολογία επί του εισοδήματος δεν ξεπερνούσε το 1% και οι αγορές εργασίας και αγαθών ήταν ανοιχτές και ανταγωνιστικές, δεν υπήρχε οικονομική ανάπτυξη. Αν και μορφές ενεργητικού, όπως η γη, ήταν απόλυτα ασφαλείς (στα περισσότερα αγγλικά χωριά, η γη περνούσε από ιδιοκτήτη σε ιδιοκτήτη χωρίς να υπάρχουν δικαστικές διεκδικήσεις για 800 ή και περισσότερα χρόνια) οι επενδυτές έπρεπε να έχουν πραγματικές αποδόσεις της τάξης του 10% για να μπορέσουν να κρατήσουν τη γη.

Η Βιομηχανική Ανάπτυξη από την άλλη γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον, όπου τα περισσότερα θεσμικά κίνητρα δεν είχαν αλλάξει επί αιώνες και εάν κάποια μεταβάλλονταν ήταν μάλλον προς το χειρότερο. Κι όμως, ανά τους αιώνες, η ανταπόκριση σε αυτά τα κίνητρα ενισχύθηκε σταδιακά και δόθηκε ώθηση στην επιχειρηματικότητα.

Πολλοί κυνήγησαν τελικά ευκαιρίες κερδοφορίας από τη μετατροπή της κοινόχρηστης γης σε ιδιωτική γη. Δρόμοι απροσπέλαστοι και εγκαταλελειμμένοι επί χρόνια επιδιορθώθηκαν με πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Το απαιτούμενο ποσοστό αποδόσεων ασφαλών επενδύσεων περιορίστηκε στο 4% από 10%. Οι παράγοντες εκείνοι, που καθορίζουν εάν μία χώρα θα παράξει πλούτο ή θα καταδικαστεί στη φτώχια, δεν είναι οι διαφορές στα κίνητρα, αλλά οι διαφορές στον τρόπο με τον οποίοι οι πολίτες ανταποκρίνονται σε αυτά.

Στις επιτυχημένες οικονομίες, οι άνθρωποι εργάζονται σκληρά, ενώνουν δυνάμεις και καινοτομούν, ακόμη και όταν τα κίνητρα είναι φτωχά. Στις αποτυχημένες οικονομίες οι άνθρωποι εργάζονται λίγο, αποταμιεύουν λίγο και μένουν προσκολλημένοι σε ξεπερασμένες τεχνικές, ακόμη και όταν τα κίνητρα είναι καλά.

Πώς λοιπόν μπορούμε να μεταμορφώσουμε την οικονομική κουλτούρα των φτωχών κοινωνιών ώστε να έρθει πιο κοντά σε εκείνη των πλουσίων;

Όταν οι εργαζόμενοι μετακινούνται από μία φτωχή σε μία εύπορη κοινωνία, υιοθετούν ταχύτατα τα οικονομικά ήθη και έθα της νέας κοινωνίας. Στη βιομηχανία υφαντουργίας των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα, για παράδειγμα, η παραγωγή ανά Πολωνό εργάτη στη Νέα Αγγλία ήταν τέσσερις φορές υψηλότερη των Πολωνών στη χώρα τους. Ένας από τους λόγους για το μεταναστευτικό ρεύμα από φτωχές σε ευημερούσες οικονομίες είναι και η ικανότητα των μεταναστών να προσαρμόζονται στην οικονομική ζωή των εύπορων χωρών.

Οι μετανάστες που έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες των επιτυχημένων οικονομιών συνιστούν έναν πιθανό πυρήνα για τη βιομηχανοποίηση των φτωχών κοινωνιών. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι εργαζόμενοι επιλέγουν συνήθως να παραμείνουν στις πλούσιες οικονομίες. Ένας ειδικευμένος Νιγηριανός εργάτης στις ΗΠΑ, έχει περισσότερες ευκαιρίες εάν παραμείνει εκεί παρά εάν επιστρέψει στην πατρίδα του. Η κατεύθυνση του ρεύματος των μεταναστών είναι πάντα από τις φτωχές προς τις πλούσιες οικονομίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τους εργαζομένους με μόρφωση και προσόντα.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι να δώσουμε το έναυσμα για επιστροφή στις φτωχές χώρες ικανού αριθμού μεταναστών, που έχουν γνωρίσει τις κοινωνικές συνθήκες των οικονομικά επιτυχημένων κρατών. Η ενίσχυση προς τις φτωχές κοινωνίες στη μορφή προγραμμάτων σχεδιασμένων να φέρουν σε επαφή με τη ζωή και τον τρόπο εργασίας στις ΗΠΑ φοιτητές και εργαζομένους, που στη συνέχεια θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους είναι μάλλον πιο αποτελεσματική από την προσπάθεια να αλλάξουμε τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς των κοινωνιών αυτών ώστε να μοιάζουν περισσότερο με εκείνους των ανεπτυγμένων. Οι άνθρωποι έχουν τον πρώτο ρόλο.

Αρθρο του ΓΚΡΕΓΚΟΡΙ ΚΛΑΡΚ*

* Ο Γκρέγκορι Κλαρκ, είναι πρόεδρος του τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνια. Το τελευταίο βιβλίο του τιτλοφορείται, «A Farewell to Alms: A Brief Economic History of the World».

Copyright: Project Syndicate, 2007.