Ο νέος υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σουνάκ, έκανε αυτό που ήθελε ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον να κάνει, στον απόηχο της αναγκαστικής παραίτησης του προκάτοχού του Σαγίντ Τζαβίντ τον Φεβρουάριο, γράφει ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι,
μέλους της Βουλής των Λόρδων, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick
Ο νέος υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σουνάκ, έκανε αυτό που ήθελε ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον να κάνει, στον απόηχο της αναγκαστικής παραίτησης του προκάτοχού του Σαγίντ Τζαβίντ τον Φεβρουάριο. Στην κατάθεση του προϋπολογισμού στις 11 Μαρτίου, ο Σουνάκ ανέτρεψε το όριο των δαπανών, αποκαλύπτοντας ένα πακέτο στήριξης ύψους 200 δισ. στερλινών (235 δισ. δολάρια) για 5 χρόνια.
«Ήταν ένας προϋπολογισμός τον οποίο [...] ο Τζ. Μ. Κέινς θα μπορούσε να τον είχε εγκρίνει», έγραψε ο πολιτικός σχολιαστής Μάθιου Πάρις στους Times. Και υπήρξαν ακόμη περισσότεροι έπαινοι στην ανακοίνωση του Σουνάκ στις 17 Μαρτίου για επιπλέον 350 δισ. στερλίνες για τη στήριξη των επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Η δημοσιονομική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου φάνηκε, επιτέλους, να επανέρχεται στην κατάλληλη θέση της έπειτα από χρόνια λιτότητας.
Εντούτοις είμαι σκεπτικός για αυτές τις τελευταίες ιστορίες «επιστροφής του Κέινς». Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν υπήρξε θεσμική άρνηση της λιτότητας και εν μέρει επειδή οι περισσότεροι νέοι υποστηρικτές του Κέινς απλώς τον εξομοιώνουν με τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στην πραγματικότητα, η κεϊνσιανή αριθμητική μπορεί επίσης να υποδείξει πλεονάσματα.
Αρχικά, δεν υφίσταται τίποτα «κεϊνσιανό» στο πακέτο των 350 δισ. στερλινών του Σουνάκ για την προστασία της οικονομίας από τον Covid-19: Οποιαδήποτε κυβέρνηση θα δαπανήσει ελεύθερα για να προστατεύσει τους ανθρώπους από τέτοιες καταστροφές. Ακόμη και ο «σφιχτός» πρώην Συντηρητικός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν θα είχε αναγνωρίσει ότι αυτοί δεν είναι φυσιολογικοί καιροί. Όμως ο Κέινς θα είχε ρωτήσει κάτι που κανείς δεν έχει κάνει μέχρι στιγμής: «Πώς θα πληρώσουμε γι’ αυτά;» - ένα ζήτημα στο οποίο θα επιστρέψω σύντομα.
175 δισ. στερλίνες για δημόσιες επενδύσεις
Προτού το κάνω, αναλογισθείτε στην ανακοίνωση του Σουνάκ σχετικά με τον προϋπολογισμό τα επιπλέον 175 δισ. στερλίνες για δημόσιες επενδύσεις σε 5 χρόνια. «Οι επενδύσεις σε έργα οδοποιίας, σιδηροδρόμων, στέγασης και ευρυζωνικότητας, ως ποσοστό της οικονομίας, θα ανέλθουν σε επίπεδα που δεν έχουμε δει από τη δεκαετία του 1970», επικροτούσαν οι Financial Times, οι οποίοι υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές των περικοπών στις δαπάνες τα τελευταία 10 χρόνια. Βέβαια, αυτό φαίνεται να σηματοδοτεί την επιστροφή στον δημοσιονομισμό της κεϊνσιανής εποχής και ο Σουνάκ τόνισε ιδιαίτερα: η δημοσιονομική πολιτική, είπε, πρέπει να διαδραματίσει έναν «πιο ενεργό ρόλο» στη σταθεροποίηση της οικονομίας. Όμως αυτό που ούτε ο υπουργός Οικονομικών ούτε οι FT εξήγησαν είναι γιατί αυτός ο φορολογικός πύραυλος «Exocet» εκτοξεύεται τώρα.
Για παράδειγμα, ο Σουνάκ ανήγγειλε κεφάλαιο ύψους 2,5 δισ. στερλινών για να καλυφθούν 50 εκατ. λακκούβες στους βρετανικούς δρόμους τα επόμενα 5 χρόνια. Γιατί όμως το πρόγραμμα αυτό δεν είχε ξεκινήσει το 2010, όταν θα υπήρχαν λιγότερες λακκούβες και πολλοί περισσότεροι πολίτες για να τις διορθώσουν (η ανεργία στο Ηνωμένο Βασίλειο έφθανε τότε στο 8%, έναντι μόλις 4% σήμερα); Η ορθόδοξη απάντηση είναι ότι η κυβέρνηση «δεν θα μπορούσε να το αντέξει οικονομικά» το 2010 και ότι η συνετή πολιτική μείωσης του ελλείμματος τότε του έδωσε τώρα τον «δημοσιονομικό χώρο» για να προχωρήσει σε αυτή την πρωτοβουλία. Μία απάντηση που είναι παράλογη. Αυτό που μπορεί να προσφέρει μία κυβέρνηση περιορίζεται μόνο από το μέγεθος των πραγματικών πόρων που μπορεί να διαχειρισθεί και όχι από τους αυτο-επιβαλλόμενους οικονομικούς περιορισμούς.
Το ηθικό στοιχείο στην ιστορία με τις λακκούβες
Η ιστορία με τις λακκούβες ωστόσο έχει ένα σημαντικό ηθικό στοιχείο. Όχι μόνο η δημοσιονομική ώθηση θα έπρεπε να είχε έρθει πολύ νωρίτερα, επί της παρούσης κινδυνεύει να έρθει σε λάθος σημείο του οικονομικού κύκλου. Ο Κέινς έγραψε ότι «η έκρηξη, όχι η κατάπτωση, είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα στο υπουργείο Οικονομικών». Είναι αλήθεια ότι το σήμερα δεν μοιάζει πολύ με την ώρα της έκρηξης, καθώς οι παρατηρητές έδειχναν πιθανή ύφεση στο Ηνωμένο Βασίλειο ακόμη και χωρίς τον κορονοϊό. Όμως το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες δυτικές οικονομίες έχουν αναμφίβολα λιγότερη δημοσιονομική ικανότητα σήμερα από ό,τι πριν από 10 χρόνια.
Καταπολεμώντας τον πληθωρισμό
Τρίτον, έχουμε περάσει τα τελευταία 40 χρόνια «καταπολεμώντας τον πληθωρισμό» και με συνεχείς προειδοποιήσεις για την αύξησή του -σε περίπτωση που η δημοσιονομική πολιτική εφαρμόζεται χωρίς περιορισμούς-, όμως οι κυβερνήσεις εθελοτυφλούν στον κίνδυνο αυτό. Μολονότι ένας πληθωρισμός «ωθούμενος με κόστος» είναι μάλλον απίθανο να αποτελέσει πρόβλημα σε μία εποχή αποκεντρωμένων αγορών εργασίας, η αύξηση της ζήτησης με πλήρη απασχόληση θα εξακολουθήσει να οδηγεί σε ταχύτερη αύξηση των τιμών. Έτσι, σε κάποιο σημείο, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους προκειμένου να αποφευχθεί ο πληθωρισμός. Με τη χαλάρωση και τη σύσφιγξη της δημοσιονομικής πολιτικής σε λάθος χρονικές στιγμές, θα επαναλάβουν την προσέγγιση «σταμάταξεκίνα» που απέκρυψε η κεϊνσιανή διαχείριση της ζήτησης στη δεκαετία του 1970.
Αυτό με επαναφέρει στον ιό. Ο Τζόνσον δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να προχωρήσει σε πόλεμο και άλλοι ηγέτες, όπως ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, έχουν πει το ίδιο για τις χώρες τους. Αλλά μια οικονομία σε πόλεμο είναι μια περιορισμένη οικονομία, η οποία δεν μπορεί να έχει και «τα όπλα και το βούτυρο». Το βούτυρο πρέπει να διανεμηθεί για να παράξει περισσότερα όπλα. Το πρόβλημα, στη συνέχεια, είναι η υπερβολική ζήτηση, όχι η ανεπαρκής ζήτηση.
«Πώς να πληρώσετε για τον πόλεμο»
Ο Κέινς το αναγνώρισε αυτό στο φυλλάδιό του το 1940 «Πώς να πληρώσετε για τον πόλεμο». Η κατανάλωση των πολιτών στο Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να μειωθεί, είτε με υψηλότερες τιμές είτε με υψηλότερους φόρους. Ο Κέινς υποστήριξε έναν υπερβολικό προοδευτικό φόρο εισοδήματος (με ανώτατο οριακό επιτόκιο το 97,5%) με το σκεπτικό ότι ήταν «δικαιότερος» από τον πληθωρισμό. Και με μία φανταστική αναστροφή, πρότεινε οι φόροι που εισπράχθηκαν αυτόματα από τους φτωχότερους εργαζόμενους να αποπληρώνονταν από την κυβέρνηση μετά τον πόλεμο.
Ελπίζουμε ότι η πανδημία του Covid-19 δεν θα υποχρεώσει τις σημερινές κυβερνήσεις να κάνουν μία τέτοια επιλογή. Εντούτοις δεν είναι πολύ νωρίς για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αρχίσουν να σκέφτονται πώς να πληρώσουν για τον συγκεκριμένο πόλεμο και είναι καλό να υπενθυμίζουμε τη σκληρή κεϊνσιανή αριθμητική.