Νέα μελέτη σχετικά με τη διάρκεια ζωής στα άγρια θηλαστικά υποδεικνύει πως τα θηλυκά ζουν σημαντικά περισσότερο από τα αρσενικά.Όπως αναφέρει το BBC, η έρευνα αυτή δείχνει ότι κατά μέσο όρο τα θηλυκά ζουν 18,6% περισσότερο από τα αρσενικά του ίδιου είδους. Η διαφορά αυτή είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν που έχει καταγραφεί και μελετηθεί εκτενώς μεταξύ ανδρών και γυναικών, που κυμαίνεται γύρω στο 8%.
Νέα μελέτη σχετικά με τη διάρκεια ζωής στα άγρια θηλαστικά υποδεικνύει πως τα θηλυκά ζουν σημαντικά περισσότερο από τα αρσενικά.
Όπως αναφέρει το BBC, η έρευνα αυτή δείχνει ότι κατά μέσο όρο τα θηλυκά ζουν 18,6% περισσότερο από τα αρσενικά του ίδιου είδους. Η διαφορά αυτή είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν που έχει καταγραφεί και μελετηθεί εκτενώς μεταξύ ανδρών και γυναικών, που κυμαίνεται γύρω στο 8%.
Οι επιστήμονες εκτιμούν πως οι διαφορές σε αυτά τα άλλα θηλαστικά οφείλονται σε έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών που έχουν να κάνουν με το φύλο και άλλους, τοπικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Σε κάθε ανθρώπινο πληθυσμό, οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες, σε βαθμό που εννιά στους δέκα ανθρώπους που φτάνουν την ηλικία των 110 ετών είναι γυναίκες. Η τάση αυτή, σύμφωνα με ερευνητές, φαίνεται να ισχύει από τότε που άρχισαν να υπάρχουν ακριβή αρχεία γεννήσεων, κατά τον 18ο αιώνα.
Αν και η ίδια αντίληψη υπήρχε και για τα ζώα γενικότερα, υπήρχε έλλειψη ευρείας κλίμακας δεδομένων πάνω στα θηλαστικά που ζουν στην άγρια φύση. Σε αυτό το πλαίσιο, διεθνής ομάδα ερευνητών εξέτασε εκτιμήσεις θνησιμότητας που έχουν να κάνουν με την ηλικία σε μια ευρεία ομάδα 101 ειδών.
Στο 60% των πληθυσμών που αναλύθηκαν οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως τα θηλυκά ζούσαν περισσότερο από τα αρσενικά- κατά μέσο όρο είχαν διάρκεια ζωής κατά 18,6% μεγαλύτερη από τα αρσενικά.
«Η έκταση της διάρκειας ζωής και της ηλικίωσης ανά τα είδη είναι πιθανότατα μια αλληλεπίδραση μεταξύ των περιβαλλοντικών συνθηκών και γενετικών διακυμάνσεων που έχουν να κάνουν με το φύλο» είπε ο επικεφαλής ερευνητής, Ζαν Φρανσουά Λεμέτρ, του Πανεπιστημίου της Λυών στη Γαλλία. Ως παράδειγμα παρουσιάζει τα πρόβατα του είδους Ovis canadensis, για τα οποία οι ερευνητές είχαν πρόσβαση σε καλό όγκο δεδομένων, σε διαφορετικούς πληθυσμούς.
Όπου υπήρχαν φυσικοί πόροι διαθέσιμοι ευρέως, υπήρχε μικρή διαφορά στη διάρκεια ζωής. Ωστόσο σε μια περιοχή με ιδιαίτερα σκληρούς χειμώνες τα αρσενικά ζούσαν λιγότερο. Σύμφωνα με τον Λεμέτρ, τα αρσενικά του είδους χρησιμοποιούν πολλούς πόρους προς τον σεξουαλικό ανταγωνισμό και προς την αύξηση της σωματικής μάζας, και ενδεχομένως να είναι πιο ευάλωτα στις περιβαλλοντικές συνθήκες.
«Οπότε ξεκάθαρα η έκταση των διαφορών στη διάρκεια ζωής οφείλεται στην αλληλεπίδραση αυτών των γενετικών χαρακτηριστικών που έχουν να κάνουν με το είδος, το γεγονός πως τα αρσενικά αφιερώνουν περισσότερους πόρους προς συγκεκριμένες λειτουργίες συγκριτικά με τα θηλυκά, και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες», πρόσθεσε.
Ακόμα και αν τα θηλυκά ζούσαν περισσότερο από τα αρσενικά, η ομάδα διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται αυτό να σημαίνει ότι ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται πιο πολύ στα αρσενικά από ό,τι στα θηλυκά, καθώς γηράσκουν. Η εκτιμώμενη θνησιμότητα στα αρσενικά είναι πάντα μεγαλύτερη, μα ο ρυθμός θνησιμότητας είναι περίπου ο ίδιος και στα ίδιο φύλα καθώς γηράσκουν.