Αρκετοί είναι πλέον οι οικονομολόγοι που πιστεύουν ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν βαλβίδες ασφαλείας οι οποίες δεν επιτρέπουν την οικονομική αποσύνθεση
ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ το οποίο θέτουν στον εαυτό τους πολλοί οικονομολόγοι είναι αυτό της σχέσης που μπορεί να έχει η υγεία μίας οικονομίας με περιοδικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Βεβαίως, το ερώτημα αυτό είναι μάλλον αγενές αν τεθεί σε πτωχεύσασες εταιρείες παρακινδυνευμένων ενυπόθηκων δανείων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι παύει να υπάρχει. Και όλα δείχνουν ότι η απάντηση μάλλον θα πρέπει να είναι θετική.
Από τον περίφημο «μαύρο Οκτώβριο» του 1987 και την τότε πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς, έχουν περάσει ακριβώς είκοσι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων, μαζί με αυτήν του 1987, έχουν συμβεί πέντε μεγάλες κρίσεις: η πιστωτική κρίση της περιόδου 1990-92, η κατακλυσμιαία κρίση των αναδυομένων αγορών το 1997-98, την οποία διαδέχθηκε η τεράστια χρηματιστηριακή πτώση του 2000-2002, με αιχμή του δόρατος τις μετοχές εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και, τέλος, η κρίση της κτηματαγοράς του 2007, η οποία κατά πολλούς είναι παρεμφερής με την αντίστοιχη του 1930.
Αν κανείς παρατηρήσει εις βάθος τις παραπάνω κρίσεις, θα διαπιστώσει ότι, προκάλεσαν μεν πολλές ζημίες, πλην όμως ήσαν σχετικώς περιορισμένου φάσματος. Οι κεντρικές τράπεζες και οι λοιποί ρυθμιστές της αγοράς απάντησαν ακαριαία και δυναμικά στην εκάστοτε κρίση, η χρηματοπιστωτική αγορά δεν κατέρρευσε και η παγκόσμια οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή της πορεία. Συγκεκριμένα, από το 1987 έως σήμερα, η μέση παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη είναι 3,7% ετησίως, χωρίς έτη πτώσεως.
Η δε τελευταία κρίση, μπορεί να κοστίσει στην αμερικανική οικονομία δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη οικονομική αύξηση, αλλά, τουλάχιστον για την ώρα, η ανεργία στις ΗΠΑ πέφτει και η χρηματιστηριακή αγορά δεν δείχνει σοβαρά σημεία κόπωσης. «Αν δεν συμβεί κάτι χειρότερο από την κρίση της ενυπόθηκης πίστης, η παγκόσμια οικονομία θα διατηρήσει τον σχετικώς υψηλό αναπτυξιακό της ρυθμό», τονίζει ο Φαρίντ Αμπαλφάτι, διεθνής οικονομολόγος στην Global Insiaht Inc.
Διότι, σε τελευταία ανάλυση, μπορεί αυτά τα περιοδικά φαινόμενα αστάθειας να φοβίζουν επενδυτές και υπερδανεισμένα νοικοκυριά, ωστόσο δεν προκαλούν μεγάλες ζημίες στην αύξηση της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά συνέπεια, αν οι χρηματαγορές λειτουργούν καλά, θα πρέπει κάθε λίγα χρόνια να περιμένουμε μία κρίση. Ο μείζων κίνδυνος στην περίπτωση αυτή είναι, το διάστημα από την μία κρίση στην άλλη να είναι τόσο μεγάλο, ώστε οι υπερβολές που παρατηρούνται όταν οι αγορές ανεβαίνουν να γίνουν καθεστώς.
Σήμερα, όπως έχουμε κατ' επανάληψιν επισημάνει από τις στήλες αυτές, η παγκόσμια ανάπτυξη οφείλεται κατά ένα μέρος στην ελεύθερη ροή κεφαλαίων. Έτσι, για τις εταιρείες και τον κόσμο, σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, είναι όλο και ευκολότερο να βρουν χρήμα, μέσω ποικίλων πιστωτικών καναλιών. Επενδυτικές εταιρείες, συμμετοχικά κεφάλαια, τραπεζικά δάνεια, εξωτικά παράγωγα και άμεσες εταιρικές επενδύσεις σε αναδυόμενες αγορές είναι μερικές από τις σημαντικότερες πηγές αντλήσεως χρήματος. Βεβαίως, η πρόσβαση σε σχετικά φθηνές πιστώσεις τροφοδοτεί τη δαπάνη και την ανάπτυξη, ωστόσο ανοίγει την πόρτα και σε παρακινδυνευμένους δανεισμούς. Αυτό συμβαίνει δε παρά τα χαλινάρια που χρησιμοποιούν ενίοτε οι κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, είναι δύσκολο, στη σημερινή παγκόσμια χρηματοοικονομική πραγματικότητα, οι ρυθμιστές της αγοράς να βουλώνουν όλες τις τρύπες. Μόνον ο φόβος του υπερβολικού δανεισμού αποτελεί αντίβαρο στην αποκαλούμενη «πιστωτική ευφορία».
Όντως, κατά τον Μάικλ Μάντελ, οικονομολόγο και αρθρογράφο του περιοδικού Μπίζνες Γουίκ, οι προαναφερόμενες χρηματοοικονομικές κρίσεις -ή, μάλλον, βλάβες-, αντί για συντελεστές αστάθειας είναι μάλλον ζωτικές βαλβίδες ασφαλείας για την παγκόσμια οικονομία. Υπό αυτές τις συνθήκες, επισημαίνει ο Μ. Μάντελ, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που παρατηρούνται περίπου ανά πενταετία εξελίσσονται σε μηχανισμούς αυτορρύθμισης ή αυτο-ισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας. Μπορεί πρόσκαιρα ένα πιστωτικό κανάλι να αποβληθεί από την αγορά, προκαλώντας φόβο στους επενδυτές, όμως το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να δουλεύει κανονικά. Ιδιαιτέρως δε στο μέτρο που οι κεντρικές τράπεζες αντιδρούν γρήγορα. Για παράδειγμα, όταν οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν τις εταιρείες, από το 1990 έως και το 1993, η αγορά των μετοχών πήρε επάνω της, προσφέροντας στις επιχειρήσεις άφθονα κεφάλαια. Σήμερα, όμως, οι τράπεζες ανταποδίδουν το δώρο αυξάνοντας, για το δίμηνο Αύγουστος-Σεπτέμβριος τα αμερικανικά και βιομηχανικά δάνεια κατά 85 δισεκατ. δολάρια.
Κάποιοι θα υποστήριζαν ότι αρκετοί δανειολήπτες στις ΗΠΑ θα χάσουν τα σπίτια τους ή θα βρεθούν μπροστά σε εξωφρενικές πληρωμές κτηματικών δανείων. Θα υποστηριχθεί επίσης ότι, την περίοδο της κρίσης των αναδυόμενων αγορών, η Ρωσία και η Νότιος Κορέα γνώρισαν μία επώδυνη κρίση -με την ανεργία στη Ν. Κορέα, από 2% το 1990, να ξεπερνά το 8% το 1998. Όμως, και οι δύο χώρες ξεπέρασαν τις κρίσεις και σήμερα είναι βέβαιον ότι θα αυξήσουν τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια οικονομία. Ήδη, και για τις δύο χώρες, η πορεία τους από το 2002 και μετά είναι εντυπωσιακή, τόσο σε ρυθμούς ανάπτυξης όσο και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί σήμερα και για τις ασιατικές οικονομίες. Μετά την οξύτατη κρίση του 1997, μπήκαν σε μία νέα ανοδική πορεία και ίσως η μόνη απειλή γι αυτές σήμερα να είναι ο χρηματιστηριακός παραλογισμός που επικρατεί στην Κίνα. Μία Κίνα η οποία κινδυνεύει και αυτή από πολλές φούσκες, αλλά και από τον αποκαλούμενο «καπιταλισμό της παρέας». Δηλαδή, ένα σύστημα που ευνοεί την ανάδειξη ολιγαρχών του πλούτου, οι οποίοι κατά κανόνα είναι άνθρωποι στενά συνδεδεμένοι με την πολιτική εξουσία -την οποία βεβαίως στηρίζουν οικονομικά.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι ειδικοί αναλυτές μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ανησυχούν με τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές εξελίξεις διότι, όπως λένε, είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με τα επιμέρους συνθετικά του στοιχεία, ώστε, στην ουσία, δεν διαθέτει τροχούς αντικαταστάσεως αν «σκάσει το λάστιχο». Ωστόσο, μία άλλη σχολή οικονομολόγων υποστηρίζει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας περνά από διαδοχικές νεωτεριστικές φάσεις οι οποίες, ναι μεν μπορεί κάποιες στιγμές να προκαλούν κρυολογήματα, όμως απέχουν πολύ από την πρόκληση βαριάς γρίπης. Υπό αυτή την έννοια, λένε, οι ευκαιριακές χρηματοπιστωτικές αρρυθμίες, ακόμα και οι ισχυρότερες από αυτές, αποτελούν ένα καλό κίνητρο για ευκολότερη πρόσβαση στις πιστώσεις μέσω των οποίων, τελικά, δεν μπορεί παρά να ενισχύεται και μία γρήγορη οικονομική μεγέθυνση.
Αν θέλουμε, δηλαδή, να δώσουμε μία λαϊκή ερμηνεία στις παρελθούσες, παρούσες, αλλά και μέλλουσες χρηματοπιστωτικές αναταράξεις -και όχι κρίσεις, κατά τη γνώμη μας- θα λέγαμε «κάθε κρίση για καλό». Και ίσως η ρήση αυτή να εγκλείει και μία μεγάλη πραγματικότητα της οικονομίας της αγοράς, η οποία, είτε αυτό αρέσει είτε όχι, παρουσιάζει μία εντυπωσιακή ικανότητα αυτορρύθμισης.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ