Αφιερώματα
Παρασκευή, 20 Μαρτίου 2020 11:10

Αναγέννηση, Ανταγωνιστικότητα, Αειφορία

Ο πρωτογενής τομέας της χώρας ανέκαθεν συνιστούσε βασικό πυλώνα της οικονομίας μας. Τούτο μαρτυρά όχι μόνο η συνεισφορά του στο ελληνικό ΑΕΠ, την απασχόληση και το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και η συνολική έκταση της ελληνικής υπαίθρου σε συνδυασμό με το πλήθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Του Μάκη Βορίδη*

Ο πρωτογενής τομέας της χώρας ανέκαθεν συνιστούσε βασικό πυλώνα της οικονομίας μας. Τούτο μαρτυρά όχι μόνο η συνεισφορά του στο ελληνικό ΑΕΠ, την απασχόληση και το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και η συνολική έκταση της ελληνικής υπαίθρου σε συνδυασμό με το πλήθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αναμφισβήτητη είναι επίσης διαχρονικά η συμβολή της αγροτικής παραγωγής στην «τροφοδότηση» άλλων τομέων της οικονομίας, όπως η μεταποίηση και η παροχή υπηρεσιών, π.χ., εστίασης και τουρισμού, αλλά και άλλων δραστηριοτήτων, όπως η ιατρική, η κοσμετολογία, η γαστρονομία.

Ο αγροτοδιατροφικός χώρος είναι λοιπόν ένας χώρος που μας αφορά όλους γιατί πολύ απλά μας επηρεάζει όλους. Ολόκληρη η διαδρομή από το χωράφι μέχρι το ράφι και το πιάτο μας, συγκεντρώνει έναν μεγάλο αριθμό συνιστωσών: εμπλεκομένων, διαδικασιών, υπηρεσιών. Συμφωνούμε λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τομέα καίριας οικονομικοκοινωνικής σημασίας και ως τέτοιος δεν πρέπει να αφήνει κανέναν μας αδιάφορο.

Υπό το πρίσμα αυτό και ειδικά σήμερα, που διανύουμε μια εποχή που αλλάζει άρδην και διαμορφώνει νέα δεδομένα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας απέναντί του. Η ιλιγγιώδης πρόοδος της νέας τεχνολογίας, οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, η διαμόρφωση της νέας ΚΑΠ υπό συνθήκες Brexit και αδρών μετακινήσεων πληθυσμών, η όξυνση του ανταγωνισμού από αναδυόμενες αγορές είναι λίγα μόνο από τα πολλά ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική αγροτική οικονομία.

Ως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης πιστεύω βαθιά ότι η Ελλάδα μας διαθέτει έναν σπάνιο συνδυασμό ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Έχει και το υπόβαθρο και το δυναμικό να οδηγήσει σε αναπτυξιακή τροχιά τον πρωτογενή τομέα και να τον καταστήσει τη μεγάλη ατμομηχανή της οικονομίας μας. Αυτό το δυναμικό είναι που προσπαθούμε σε αυτήν την κυβέρνηση να ενεργοποιήσουμε με κάθε τρόπο μέσα από την επανατοποθέτησή του σε νέα βάση. Μια βάση που εδράζεται στο εξής τρίπτυχο: Αναγέννηση, Ανταγωνιστικότητα,Αειφορία. Με το βλέμμα και τη στόχευση στραμμένα σε αυτά τα τρία «Α» μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν εύρωστο, βιώσιμο και ανταγωνιστικό πρωτογενή τομέα.

Αναγέννηση: Μιλάμε για τον μετασχηματισμό της αγροτικής παραγωγής και την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτό παίζει η τόνωση των επενδύσεων και ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργητικών πρακτικών πρωτίστως με την εγκατάλειψη ξεπερασμένων και κοστοβόρων μεθόδων παραγωγής μέσα από την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στο χωράφι και την υιοθέτηση γεωργίας υψηλής ακρίβειας. Η ευφυής γεωργία είναι το μέλλον και όσο πιο γρήγορα οι παραγωγοί μας προσαρμοστούν στη νέα εποχή τόσο περισσότερο θα κερδίσουν. Την προσέλκυση επενδύσεων θα ενισχύσει γενικά η θεσμοθέτηση φιλοεπενδυτικών διατάξεων - ήδη έχει ξεκινήσει από την κυβέρνηση, και ειδικά η βέλτιστη αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τηναγροτική ανάπτυξη (ΠΑΑ, Horizon κ.λπ.). Ενδεικτικά αναφέρω την πρόσφατη ενεργοποίηση της συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που εξασφαλίζει στους παραγωγούς την παροχή 560 εκατομμυρίων ευρώ με τη μορφή χαμηλότοκων δανείων, μακράς διάρκειας αποπληρωμής και μειωμένων εγγυήσεων για την ανασυγκρότηση των αγροτικών υποδομών της χώρας. Το «ξεπάγωμα» μέτρων όπως τα Σχέδια βελτίωσης συνιστά ένα ακόμη παράδειγμα που εξοπλίζει στους αγρότες με τα απαραίτητα εφόδια για να εκσυγχρονίσουν τις εκμεταλλεύσεις τους. Η τόνωση των επενδύσεων θα προκαλέσει πολλαπλασιαστικά οφέλη για τον πρωτογενή μας τομέα, οδηγώντας στη μείωση του κόστους παραγωγής, την αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος, τη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, την προσέλκυση νέων απασχολούμενων και τη βελτίωση των παραγόμενων προϊόντων.

Ανταγωνιστικότητα: Εδώ είναι που πρέπει να δώσουμε τη μεγαλύτερη προσοχή. Θα πρέπει να αναδείξουμε την υψηλή ποιότητα για να γίνουμε ανταγωνιστικοί παγκοσμίως. Απαιτείται να δοθεί έμφαση στη διαφοροποίηση και την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, προϊόντων πιστοποιημένων, μέσα από την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής γης είτε μιλάμε για γεωγραφική προέλευση, είτε για τον τρόπο παραγωγής, είτε για τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα των αγαθών αυτών. Και φυσικά θα πρέπει ο Έλληνας παραγωγός να αποκτήσει τη νοοτροπία του επιχειρηματία. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης προσφέρει το θεσμικό πλαίσιο και τα εργαλεία για να γίνει με επιτυχία αυτή η μετάβαση. Ο νόμος για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που μόλις πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η ίδρυση διεπαγγελματικών ενώσεων όπως αυτή της φέτας επίσης. Η συνεχής εργασία για την άρση γραφειοκρατικών και άλλων θεμάτων με στόχο την προώθηση νέων προϊόντων σε νέες αγορές διεθνώς και η εξασφάλιση ποικιλιακής ταυτότητας σε ελιά και αμπέλι κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Θέλουμε ένα ελληνικό brand name ισχυρό, αλλά μόνη η δουλειά που γίνεται από το υπουργείο δεν αρκεί.

Αειφορία: Η βιωσιμότητα του κλάδου είναι ύψιστη και αναγκαία συνθήκη αν θέλουμε έναν πρωτογενή τομέα με μέλλον και προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό χρειαζόμαστε καλλιεργητικές πρακτικές και μεθόδους παραγωγής φιλικές προς το περιβάλλον, με σεβασμό στην ευζωία των ζώων και σεβασμό απέναντι στον καταναλωτή. Ήδη προχωράμε στην υλοποίηση προγράμματος αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, σε στρατηγικό σχεδιασμό για τη φυτοπροστασία και σε ολοκληρωμένο σχέδιο των αρδευτικών έργων στη χώρα, ενώ ανοίξαμε τον δρόμο για την εγκατάσταση των αγροτικών φωτοβολταϊκών στο χωράφι. Παράλληλα βάζουμε στον διάλογο για την ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και τον ιδιωτικό ασφαλιστικό κλάδο προκειμένου να αποτελέσει συμπληρωματικό πυλώνα για τους παραγωγούς αλλά και για τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, τον ΕΛΓΑ, που τα τελευταία χρόνια έχει βιώσει τις αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής την ίδια στιγμή που προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο την ακίνητη περιουσία του υπουργείου.  

Αξίζει να τονιστεί ότι ο χώρος του πρωτογενούς τομέα αποτελεί πεδίο στο οποίο δεν υφίσταται πολιτική αντιδικία - ή τουλάχιστον έτσι θα όφειλε να είναι. Αποτελεί χρέος λοιπόν όλων των εμπλεκομένων φορέων και φυσικά και της ελληνικής κυβέρνησης η ανάληψη της ηθικής και πολιτικής ευθύνης για να τεθεί από κοινού και με ξεκάθαρους όρους αυτό που πρέπει να γίνει. Έτσι ώστε ο κλάδος αυτός να προχωρήσει μπροστά, με ανοδική πορεία και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του για όλους.