Απόψεις
Τετάρτη, 18 Μαρτίου 2020 18:21

Ευρωπαϊκές συνέπειες και ελληνικοί χειρισμοί εν μέσω νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης

Αδιαμφισβήτητα, η γνωστή πανδημία μονοπωλεί εδώ και εβδομάδες την επικαιρότητα, μετά των συνεπειών της στην παραγωγική διαδικασία.

Του Θεοφάνη Κοτσώνη, Φοιτητή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, της σχολής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

Τα γεγονότα, οι προκλήσεις και η ευκαιρία για την Ελλάδα

Αδιαμφισβήτητα, η γνωστή πανδημία μονοπωλεί εδώ και εβδομάδες την επικαιρότητα, μετά των συνεπειών της στην παραγωγική διαδικασία. Αν όμως κάτι φαντάζει συγκριτικά πιο δυσοίωνο ακόμα και από τον επικίνδυνο ιό, είναι οι αλυσιδωτές συνέπειές του παράλληλα με δύο όχι απλά ενδεχόμενες αλλά πλέον ορατές απειλές, που μπορούν να οδηγήσουν σε πλήρη οικονομική αστάθεια, δρομολογώντας παράλληλα απρόβλεπτες (γεω)πολιτικές, κοινωνικές και χρηματοπιστωτικές αλλαγές. Λόγος γίνεται για τον πρόσφατο πετρελαϊκό ανταγωνισμό, καθώς και για τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές, τα οποία  έχουν σημειώσει κατά την τελευταία δεκαετία ιστορικώς πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα, για παραπάνω από μία δεκαετία. Ο πρώτος κίνδυνος είναι μεσοπρόθεσμος και αποτελεί αλυσιδωτό απότοκο της οικονομικής επίπτωσης του ιού συναρτήσει συγκεκριμένων στρατηγικών συμφερόντων, ενώ ο άλλος  μακροοικονομικής φύσεως που επηρεάζει την ίδια την  βιωσιμότητα των διεθνών αγορών φέρνοντας συνάμα στο προσκήνιο χρόνιες δομικές παθογένειες. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη περίπτωση. 

Αναλυτικότερα, Έλληνες και διεθνείς οικονομολόγοι έχουν ήδη κάνει μακροσκελείς μελέτες στα ήδη παρατηρηθέντα αλλά και μελλοντικά οικονομικά κωλλύματα, εντός των οποίων εντάσσονται:  α) η μείωση του τουριστικού τζίρου και των ταξιδιωτικών μεταφορών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την χώρα μας καθώς πάνω από το 20% του Ελληνικού ΑΕΠ βασίζεται εκεί,  β) ο περιορισμός του εμπορίου και άρα και της ίδιας της βιομηχανικής παραγωγής και κατ' επέκταση γ) η υποχώρηση του παγκόσμιου ΑΕΠ, τουλάχιστον της τάξεως του 1% (με τα  τωρινά δεδομένα και τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ).  Κατόπιν τούτου, ήταν εύλογο και αυτονόητο, τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και Διεθνές αγοραίο επίπεδο,  να υλοποιηθούν μέτρα προστασίας και εξισορρόπησης της οικονομίας, ιδίως υπό το πρίσμα της έκτακτης αναστολής λειτουργίας Δημοσίων και Ιδιωτικών δομών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των έκτακτων εξαγγελιών, είναι η αναστολή φόρων και η μείωση εισφορών, εξ ου και τα αναγγελθέντα μέτρα του ΥΠΟΙΚ περί 4μηνης αναστολής του ΦΠΑ και οι μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για επιχειρήσεις που κλείνουν για πάνω από 10 ημέρες. Παρόλα αυτά τα, όντως σημαντικά, γεγονότα, προς τα που αλλού θα έπρεπε να είχαμε στραμμένο το βλέμμα μας;

Μηδενικά  και αρνητικά επιτόκια: μια βόμβα που ακόμα δεν έχει εκραγεί

Από την απαρχή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και την φούσκα των στεγαστικών δανείων παγκοσμίως, έχει παγιωθεί μια αμφιλεγόμενη νομισματική και δημοσιονομική τακτική της οποίας ο θεμέλιος λίθος δεν είναι άλλος από τα πολύ χαμηλα (μηδενικά ή και αρνητικά) επιτόκια δανεισμού στις αγορές. Η Ευρωζώνη μετά των θεσμικών της οργάνων όπως η ΕΚΤ που είναι υπεύθυνη για την νομισματική πολιτική της Ένωσης, στην προσπάθεια της να εξισορροπήσει την οικονομική αστάθεια που προέκυψε από την κρίση και τις χρόνιες δομικές παθογένειες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν ήδη ρίξει κατά πρωτόγνωρο ρυθμό τα επιτόκια στις Ευρωπαϊκές αγορές σε αντιστοιχία με τους μηχανισμούς ποσοτικής χαλάρωσης και την ίδρυσ ESM που αποτελεί έκτακτο αποθεματικό ταμείο για ώρα ανάγκης, σε περίπτωση που κάποιο κράτος μέλος χρειαστεί φθηνό χρήμα για να αποφύγει τον κίνδυνο ελλείματος ή και χρεοκοπίας (βεβαίως, μια τέτοια κατ'εξαίρεση δανειστική βοήθεια, έρχεται μαζί με την προϋπόθεση σύναψης συγκεκριμένης συμφωνίας ανάμεσα στο εκάστοτε κράτος και τον ESM ώστε ο δεύτερος να παρέχει την πιστοληπτική γραμμή στήριξής του). Εντύπωση προκαλεί δε, ο δανεισμός της Ελλάδας και άλλων χωρών, με μηδενικό ή ακόμα και αρνητικό επιτόκιο (-0,02 στα τέλη του 2019), ο οποίος έχει ερμηνευθεί μονάχα ως ''ιστορική νίκη'' και όχι ως ύποπτο φαινόμενο.

Είναι όμως ξεκάθαρο, πως όταν κάποιος σου δανείζει δίχως κέρδος για τον ίδιο πολλώ δε μάλλον ακόμα και με οριακό προσωπικό κόστος, στοχεύει  ουσιαστικά όχι σε μια αλτρουιστική ενίσχυσή σου κατά τα αλληλέγγυα πρότυπα, αλλά αντιθέτως σε μια ασφαλή μεταφορά χρήματος διότι απλούστατα προσδοκά αποπληθωρισμό. Με άλλα λόγια οι διεθνείς επενδυτές, των οποίων ο σκοπός δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως είναι αποκλειστικά η προσοδοφορία, δανείζουν με μηδενικό ή και αρνητικό για τα έσοδά τους κέρδος, επειδή πιστεύουν πως μια σημερινή χρηματική μονάδα θα αγοράζει σε λίγα χρόνια περισσότερα από ότι σήμερα. Εν ολίγοις προβλέπουν μια νέα ενδεχόμενη κρίση, εξ ου και η πρωτοφανής σε παγκόσμιο επίπεδο εμμονή με τόσο χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια δανεισμού για τόσο μεγάλο και συναπτό χρονικό διάστημα. Εις ότι αφορά τον Ελληνικό δανεισμό, κάποιος καλόπιστος θα μπορούσε να αποδώσει αυτή την τακτική μονάχα στην μοναδικότητα του Ελληνικού φαινομένου και την ιδιαίτερη αντιμετώπισή του. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως το 85% του Ελληνικού χρέους οφείλεται στην Τρόικα και αποπληρώνεται με κανονικά και όχι μειωμένα ή αρνητικά επιτόκια, ενώ μόλις το 15% του χρέους μας αφορά τις αγορές και άρα τα υπό συζήτηση μηδενικά/αρνητικά επιτόκια. Συνεπώς δεν πρόκειται για νίκη ή ευνοϊκή μεταχείριση αλλά για μια δια της τεθλασμένης τακτική για περαιτέρω προσοδοφορία σε ενδεχόμενη νέα κρίση. 

Εις ότι αφορά τα διεθνή δεδομένα, η οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό επίσπευσε το ήδη πασιφανές: καταλάβαμε επιτέλους πως ο βασιλιάς είναι γυμνός. Τώρα που όντως χρειαζόμαστε δραστική μείωση των επιτοκίων για να παρέχουμε φθηνό και ανταγωνιστικό χρήμα στις αγορές όταν αυτές βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, με ενδεικτικότερο παράδειγμα την πτώση τιμών άνω του 8% του χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης και άνω του 11% για τα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, ζητάμε (ορθώς) από τις Κεντρικές τράπεζες να το πράξουν. Αυτό που όμως φαίνεται να μας εκπλήσσει είναι πως οι ίδιες δεν μπορούν να μειώσουν περαιτέρω τα ήδη χαμηλά επιτόκια, διότι είναι ένα εργαλείο το οποίο έχουμε εξαντλήσει σε συνδυασμό με το εργαλείο της ποσοτικής χαλάρωσης. Η στρατηγική της συνεχούς ύφεσης με κλιμακωτή μείωση κοινωνικών δαπανών και παροχή χρήματος με προδήλως ευνοϊκούς όρους, αποτέλεσε μια κακή φόρμουλα η οποία βασίστηκε σε μια πλασματική και όχι ουσιαστική ανάπτυξη. Η δημιουργία αποθεματικών ταμείων σταθερότητας στα πρότυπα του ESM, ήταν μια καλή κίνηση αλλά δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τα λάθη μιας ολόκληρης δεκαετίας. 

Τώρα που το διεθνές χρηματοπιστωτικό και πολιτικό σύστημα βρίσκεται υπό  τρομακτική πίεση, καταλαβαίνουμε επιτέλους τις χρόνιες παθογένειες του status quo, περί ανορθολογικών αυστηρών δημοσιονομικών στόχων και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Μιλάμε κατ΄ουσίαν, για την αποδόμηση του Γερμανικού οικονομικού δόγματος. Απόδειξη όλων των ανωτέρω, αποτελεί η σύγκρουση του Αμερικανού προέδρου με τον κεντρικό τραπεζίτη της Fed, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ζητάει γενναία μείωση επιτοκίων ενώ η Fed υποστηρίζει μια μείωση με φειδώ, με τον πρόεδρό της, Τζερόμ Πάουελ, να έχει πολλάκις προειδοποιήσει για την επικινδυνότητα των χαμηλών επιτοκίων όλα αυτά τα χρονια, γεγονός που κατά τον ίδιο περιορίζει ενδεχόμενες κινήσεις σε περίπτωση νέας κρίσης και οικονομικών ανωμαλιών, όπερ και εγένετο με την πανδημία του κορωνοϊού. Επιπλέον, μόλις προ ολίγων ημερών, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναίρεσε ουσιαστικά την υπόσχεση του Μάριο Ντράγκι περί ''στήριξης των  αγορών πάση θυσία (aka ''whatever it takes'')'' καθώς υποστήριξε δημόσια πως η ΕΚΤ δεν μπορεί να μειώσει τα spreads, αφήνοντας έτσι τα επιτόκια κρατικών ομολόγων της Ε.Ε. όπως τα Ιταλικά, να έχουν περαιτέρω αύξηση. Οι επενδυτές βρίσκονται σε τρόμο και συνεχίζουν να ρευστοποιούν, ενώ το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα χάνει καθημερινά ασύλληπτα ποσά. Η τελεολογική ερμηνεία αυτών των γεγονότων είναι πως πληρώνουμε τις αυταπάτες που διατηρούσαμε για τόσο καιρό. 

Ευρωπαϊκές Πτυχές και Ελληνικές επιδιώξεις: 

Ποια θα έπρεπε να είναι λοιπόν η θέση της Ελλάδας υπό το πρίσμα των εξελίξεων αλλά και του ίδιου του Ενωσιακού Οικοδομήματος;

Στα του κοινού Ευρωπαϊκού οίκου μας, πολύ σωστά εξαγγέλθηκαν μέτρα περί ευελιξίας (και άρα παρέκκλισης) αναφορικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες του συμφώνου σταθερότητας αλλά και τους κανόνες ανταγωνισμού.  Αυτή η στάση, αποτελεί σιωπηρή παραδοχή του γεγονότος ότι η Ευρωζώνη δεν θα βγεί αλώβητη από αυτή την κρίση, οπότε και επιλέγει να περιορίσει το κακό. Μάλιστα, όχι μόνον σε Ευρωπαϊκό, αλλά και Διεθνές επίπεδο, οι αγορές ομοίως με τα Κεντρικά Θεσμικά Όργανα οφείλουν, σήμερα παρά ποτέ, να επανεξετάσουν την άκαρπη στρατηγική μείωσης κοινωνικών δαπανών και δανεισμού με χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια, στοχεύοντας σε ένα νέο οικονομικό status quo, πιο ευέλικτο δημοσιονομικά έτσι ώστε να ενέχει αναπτυξιακές ρήτρες και να ανακουφίσει τον επιχειρηματικό, επενδυτικό κόσμο αλλά πρωτίστως τα μικρομεσαία στρώματα που αποτελούν τον κορμό της πραγματικής οικονομίας. Μια τέτοια  τακτική θα έπρεπε από χρόνια να έχει κατ'εξαίρεση εφαρμοστεί σε ειδικές περιπτώσεις όπως η Ιταλική ή η Ελληνική, δίχως να ζητούνται ανορθολογικοί και μη βιώσιμοι στόχοι ή υψηλότατα πλεονάσματα που βασίζονται σε κλιμακούμενη ύφεση και οικονομικές περικοπές, μη αφήνοντας έτσι την οικονομία να μεγεθυνθεί. 

Οι δηλώσεις Λαγκάρντ αποτελούν μελανή σελίδα για την ΕΚΤ, γεγονός που επιτάσσει γοργώς τόσο το πρόσωπο όσο και το Θεσμό που αυτό εκπροσωπεί, να ανασκευάσουν περισώζοντας τα Ευρωπαϊκά ομόλογα. Αυτή άλλωστε είναι και η γραμμή ισχυρότατων δρώντων εντός της Ε.Ε., με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν και τον Ιταλό Πρωθυπουργό Κόντε να επικρίνουν δημοσίως την προαναφερθείσα δήλωση. Οι αλυσιδωτές επιπτώσεις του κορωνοϊού ανέδειξαν απλώς τις λανθασμένες χρηματοπιστωτικές επιλογές και την μονόπλευρη νομισματική πολιτική των τελευταίων ετών. Τα φθηνότερα δάνεια (παγιωμένες χαμηλες τιμές επιτοκίων) και η συνακόλουθη ρευστότητα είναι καλώς υλοποιηθέντα μέτρα, χρειαζόμαστε όμως και καθολικό χρηματοδοτικό προστατευτικό μέσο (backstop) επί τη βάσει μιας νέας δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που δεν θα αποβλέπει μονάχα σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς αλλά στην κλιμακωτή αύξηση της παραγωγής συνδεδεμένη με τις πραγματικές δυνάμεις της εκάστοτε οικονομίας, στις καλές θέσεις εργασίας με αναπτυξιακή προοπτική και τέλος, στην στήριξη του Κοινωνικού κράτους και των αναδιανεμητικών πολιτικών που όπως είδαμε κατόπιν διασποράς του επικίνδυνου ιού, αποτελούν τη μοναδική προστατευτική εγγύηση όλων ανεξαιρέτως των κοινωνικών στρωμάτων σε χαλεπούς καιρούς. 

Η Ελλάδα οφείλει να αδράξει τις ευκαιρίες την περίοδο που διανύουμε, καθώς παρά τον τραγικό χαρακτήρα της, η περίοδος αυτή παρουσιάζει ευκαιρίες για την δική μας μοναδική περίπτωση. Τώρα όσο πότε ξανά στην πρόσφατη ιστορία μας και παρά την στενή οικονομική επιτροπεία, έχουμε τα ερείσματα για να επιδιώξουμε αλλαγές στους δημοσιονομικούς στόχους που μας έχουν θέσει οι πιστωτές μας. Έχουμε επιτέλους την νομιμοποίηση αλλά και την επίκληση στην κοινή λογική όπως αυτή απορρέει από τα πρόσφατα στοιχεία, να ζητήσουμε και να κατοχυρώσουμε μια μείωση τουλάχιστον της τάξης του 1%, εις ότι αφορά τα πλεονάσματα που έχουν ζητηθεί μέχρι και το 2060, αλλά και μειωμένους στόχους ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ, καθώς βλέπουμε πως ακόμα και η πρόβλεψη για το οικονομικό έτος του 2020 για ρυθμό ανάπτυξης ύψους 2,8%, απέχει κατά πολύ από την υλοποιήσιμη πραγματικότητα, πολλώ δε μάλλον όταν παρεμβάλεται μια πανδημία με οικονομικές συνέπειες. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν Εθνική προτεραιότητα και πρέπει να στηριχθούν συνολικώς από τον Ελληνικό πολιτικό κόσμο. 

Εν κατακλείδι, μιας και ο παγκόσμιος αλλά και Ευρωπαϊκός  διάλογος αναθεωρεί βασικούς κανόνες όπως αυτούς του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ), η χώρας μας πρέπει να σπεύσει σε μια αλλαγή επί των προϋπολογισμών της αλλά και της αναπτυξιακής στρατηγικής της, με γνώμονα την υποστήριξη του κατακρεουργημένου Κοινωνικού Κράτους, δίνοντας έμφαση στην παροχή κονδυλίων και πάσης φύσεως πόρων προς το Σύστημα Δημόσιας Υγείας, πριν βρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων αστάθειας και απορρύθμισής του, κατά τα Ιταλικά φαινόμενα. Εν τέλει, δεν αρκούν τα όντως καλώς υλοποιημένα μέτρα του ΥΠΟΙΚ για μειωμένες εισφορές και ΦΠΑ ή εκείνα για στήριξη της Δημόσιας Υγείας μέσω 2000 προσλήψεων και παροχής 15 εκατομμυρίων ευρώ (αστείο ποσό αν αναλογιστούμε τα αντίστοιχα ποσά άλλων χωρών επί του ίδιου τομέα τις τελευταίες ημέρες). Χρειάζεται από κοινού με τα κράτη της Ευρωζώνης και ιδίως της Ανατολική Μεσογείου, να πιέσουμε προς την παροχή έκακτων κονδυλίων για την επιτυχή διευθέτηση της πανδημικής κρίσης, αλλά και την μακροοικονομική προοπτική αναδιάρθρωσης και ενίσχυσης των Κοινωνικών αγαθών, όπως ακριβώς ορίζει το δημόσιο συμφέρον, Εθνικό και Ευρωπαϊκό.

Εξάλλου, αν μάθαμε ένα πράγμα από αυτή την πρωτογενώς υγειονομική και παράγωγη οικονομική κρίση, είναι πως ανεξάρτητα από το εάν κάποιος είναι οικονομικά Κεϋνσιανιστής, Μαρξιστής ή Φιλελεύθερος, αποβλέπει σε μια πραγματική οικονομική μεγέθυνση με παράλληλη όμως πρόληψη και πρόβλεψη για τυχόν απρόβλεπτους κινδύνους που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας και άρα την ίδια την οικονομική δραστηριότητα. Σε κάθε διαφορετικό σενάριο, ακόμα και αν αποφύγουμε τους κλυδωνισμούς της κρίσης που προέκυψε με ένα ενδεχόμενο rebound των αγορών, θα συνεχίσουμε να διαιωνίζουμε ένα ασταθές χρηματοπιστωτικό και εν γένει οικονομικό μοντέλο, βασιζόμενο σε μια πλασματική και όχι πραγματική ανάπτυξη, σε μηδενικά και αρνητικά επιτόκια συναρτήσει ποσοτικών χαλαρώσεων που περιορίζουν την νομισματική πολιτική και μη ρεαλιστικούς αναπτυξιακούς ή πλεονασματικούς στόχους, προσευχόμενοι να μην προκύψει ξανά κάποια βίαιη και καθολική οικονομική μεταβολή που θα ξύσει την κορυφή του παγόβουνου. 

Εάν δεν προλάβουμε τις εξελίξεις, τότε οι εξελίξεις θα μας προσπεράσουν. Και αν κάτι μας έχει διδάξει η πρόσφατη ιστορία μας, είναι το ότι οι αλλαγές είναι βίαιες και αμείλικτες, πλην εκείνων που ο ίδιος ο δρων δρομολογεί.