Ζητήσαμε προκαταβολικά συγγνώμη από τον αναγνώστη, στο σημείωμα που φιλοξένησε η «Ν» την Τρίτη 3 Μαρτίου, γιατί, ενώ ανέβαινε η συζήτηση για τις οικονομικές επιπτώσεις των έκτακτων γεγονότων των ημερών -της παγκόσμιας απειλής επιδημίας του Covid-19, πιο κοντά/άμεσα σ’ εμάς της αιχμηρής απειλής του προσφυγικού/μεταναστευτικού- μείναμε συνειδητά κάποια βήματα πίσω.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ζητήσαμε προκαταβολικά συγγνώμη από τον αναγνώστη, στο σημείωμα που φιλοξένησε η «Ν» την Τρίτη 3 Μαρτίου, γιατί, ενώ ανέβαινε η συζήτηση για τις οικονομικές επιπτώσεις των έκτακτων γεγονότων των ημερών -της παγκόσμιας απειλής επιδημίας του Covid-19, πιο κοντά/άμεσα σ’ εμάς της αιχμηρής απειλής του προσφυγικού/μεταναστευτικού- μείναμε συνειδητά κάποια βήματα πίσω.
Ήδη, το γεγονός και μόνο ότι είχαμε διεθνώς αναπήδηση των Χρηματιστηρίων που είχαν βυθιστεί, με άνοδο εν τέλει στην Αμερική/DOW Jones, με +2,4% στον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, σχεδόν +2% στον FTSE 100 στο Λονδίνο, με αναμενόμενη υπεραντίδραση μετά την καθοδική υπερβολή στην Αθήνα -μέχρι +7,5%, με τις καταταλαιπωρημένες τράπεζες μέχρι +13,5%- δείχνει ότι θα χρειαστεί να (ξανα)μάθουμε υπομονή και επιφυλακτικότητα. Αυτές οι καταγραφές αφορούν κορονοϊό- όπως άλλωστε και η υποχώρηση της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς κάτω του 1,25%, αφού είχε επιδεινωθεί (άνω του 1,35%, ενώ το χαιρόμασταν και κάτω από 1%), την ώρα που η κίνηση flight to safety έφερνε το γερμανικό Bund κάτω από το -0,65%, σε χαμηλό 6μήνου.
Πάμε όμως λίγο στην πραγματική οικονομία. Έχει τη σημασία του ότι τη στιγμή που ο προσεκτικός Χρήστος Σταϊκούρας μιλούσε για «συγκεκριμένα μέτρα για κάθε σενάριο», το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σε έκθεσή του ήδη κάνει λόγο για «απομάκρυνση» του στόχου ανάπτυξης 2,8% για το 2020 - που έχει ενσωματωμένη ο προϋπολογισμός (και θέτει ως βάση το Μεσοπρόθεσμο 2020-23), αλλά και για τον οποίο σθεναρά αμύνεται το ΥΠΟΙΚ έως τώρα.
Με βάση την εκτίμηση ότι για κάθε υποχώρηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το ελληνικό ΑΕΠ χάνει 0,8%, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θέτει μεν ως βασικό σενάριο για φέτος ένα 2,54%, αλλά αναφέρει δυσμενέστερη πιθανότητα ένα 2,21% ή και 1,88% (επίφοβα κάτω από το σημαδιακό 2%). Το Συμβούλιο βασικά ασχολείται με τη δημοσιονομική επίπτωση και τη διατάραξη της συζήτησης για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όμως η επισήμανση των συνεπειών στο τουριστικό ισοζύγιο (καθώς και σε ευρύ φάσμα μεταφορών) συνδυάζεται με τις αναφορές του στο τι μπορεί να σημαίνει η υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που είναι η φέρουσα την ανάκαμψη μετά την κρίση.
Σε όλα τα παραπάνω, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί -και πώς θα μπορούσε, άλλωστε!- η επίπτωση από την πολύ πιο εντοπισμένη στην Ελλάδα επιδείνωση της εικόνας σε επίπεδο προσφυγικού/μεταναστευτικού. Σε μια χώρα που το ένα πέμπτο της οικονομίας της στηρίζεται στον τουρισμό (με τον πολλαπλασιαστή του), με την εικόνα και μόνο της κρίσης και της απειλής στα σύνορα δεν είναι εύκολη υπόθεση να κάνεις προβολή στους μήνες που έρχονται. Ασφαλώς τα δυσοίωνα δοκιμαζόμενα νησιά του Βόρειου Αιγαίου δεν συγκεντρώνουν τον μεγάλο όγκο της τουριστικής κίνησης, όσο οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Χαλκιδική. Όμως η εικόνα είναι δυσάρεστο πράγμα, γενικεύεται εύκολα…
Και «οι έξω»; Προσπάθεια ψυχραιμίας από την ΕΚΤ, όπου συνειδητά η Κριστίν Λαγκάρντ επέλεξε την προσέγγιση γραπτής δήλωσης για «κατάλληλα στοχευμένα μέτρα, αντίστοιχα με τους υφιστάμενους κινδύνους», όμως με παραπομπή των πιο συγκεκριμένων στην προγραμματισμένη συνεδρίαση της 12η Μαρτίου. Τη στιγμή, αυτό, που πιο ενεργητικά η αμερικανική Fed προχωρούσε σε μείωση επιτοκίου κατά 0,5% (σε πλαίσιο 1%-1,25%: είχαν και εκλογικό κλίμα, εκεί, με Super Tuesday…), ενώ η Ιαπωνική Κεντρική Τράπεζα μιλούσε και για [πρόσθετες] αγορές στοιχείου ενεργητικού. Να δούμε τι θα αποδώσει και η teleconference του G-7, σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών.
Είχε προηγηθεί καταιγισμός προβλέψεων, αναθεωρήσεων προβλέψεων, προβολών παλιότερων εμπειριών. Ασφαλώς την προσοχή συγκέντρωσε η αναφορά της Λοράνς Μπουν, της επικεφαλής οικονομολόγου του ΟΟΣΑ, στη «βαρύτερη/gravest απειλή μετά την κρίση [του 2008]» με υποχώρηση της πρόβλεψης του Οργανισμού (στις Ενδιάμεσες Προοπτικές του) στο 2,4% στη ζώνη για το σύνολο του 2020, μετά από ένα ήδη αδύναμο 2,9% για το 2019 (Οι προοπτικές για την Κίνα πέφτουν σε 5% για φέτος, έναντι ενός 6,1% για το 2019).
Κυρίως, όμως, ο ΟΟΣΑ στηρίζει την ανάλυσή του στο ότι ο Covid-19 ήρθε να προστεθεί σε μια χρονιά όπου ήδη οι κινήσεις εμπορικού πολέμου είχαν δημιουργήσει προβλήματα, τώρα δε πλήττονται οι αλυσίδες αξίας διεθνώς, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κινδυνεύει να δημιουργήσει ανάσχεση στην κατανάλωση και (προσοχή!) ο τουρισμός υποχωρεί. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Οργανισμός δεν θα απέκλειε και χειρότερο σενάριο: υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 1,5%... Με τέτοια ενδεχόμενα, μέχρι και για helicopter money ακούγονταν φήμες.
Εμείς, που έχουμε δίδυμη κρίση μπροστά μας, ας ετοιμαζόμαστε για στενωπό.