Τη μεγάλη ανησυχία της για τις εξελίξεις γύρω από τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, «ενός προβλήματος με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις για την Ελλάδα και την Ευρώπη», εκφράζει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Τη μεγάλη ανησυχία της για τις εξελίξεις γύρω από τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, «ενός προβλήματος με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις για την Ελλάδα και την Ευρώπη», εκφράζει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Όπως επισημαίνει, «σε αυτή την κρίσιμη περίοδο που διανύουμε, με ανοιχτές διεθνείς προκλήσεις και δυσεπίλυτα εθνικά θέματα, η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αντιληφθούν ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να διχάζεται ούτε σε εθνικό, ούτε σε τοπικό επίπεδο. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να υποκαθιστά τους κανόνες κοινωνικής συνύπαρξης με μηχανισμούς βίαιης επιβολής, χωρίς διάλογο και, το κυριότερο, χωρίς πειστικό μακρόπνοο επιχειρησιακό σχέδιο. Δεν έχει την πολυτέλεια να παραμένει σιωπηλή έναντι των συνυπεύθυνων εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη βορειοατλαντική συμμαχία (ΝΑΤΟ)».
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, «η αναπαραγωγή λεκτικής και σωματικής βίας που ασκείται στον νησιωτικό πληθυσμό του ΒΑ Αιγαίου (Λέσβος, Σάμος, Χίος), ο οποίος έχει επιδείξει σε μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα χρόνια φιλόξενη διάθεση και γενναιοδωρία απέναντι στο ανθρώπινο δράμα των προσφύγων και οικονομικών μεταναστών - οι οποίοι με τη σειρά τους γίνονται αντικείμενο πολλαπλής εκμετάλλευσης -, αποτελεί ένα τεράστιο πολιτικό ατόπημα, το οποίο θα πρέπει άμεσα να θεραπευθεί μέσα από δράσεις επανέναρξης διαλόγου και εξεύρεσης κοινών λύσεων. Σε καμία κοινωνία και σε κανένα μεγάλο πρόβλημα δεν έδωσαν τη λύση τα ΜΑΤ, η αστυνομική επιβολή και οι εν γένει ακρότητες».
Οι επαγγελματοβιοτέχνες τονίζουν πως «σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι του ΒΑ Αιγαίου, που έχουν υποστεί τις συνέπειες και έχουν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος του προσφυγικού κύματος, δεν μπορούν να θεωρούνται πολίτες β΄ κατηγορίας. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις των περιοχών αυτών βρίσκονται εδώ και πέντε χρόνια σε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς να είναι υπεύθυνοι και χωρίς να εισακούονται έγκαιρα για τα τοπικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από το ανέλεγκτο κύμα προσφύγων. Επιπλέον, η συνέχιση αυτής της έντασης εν όψει της νέας τουριστικής περιόδου που ξεκινά τους επόμενους μήνες θα οδηγήσει σε μαρασμό την τοπική επιχειρηματικότητα και παραγωγική συγκρότηση των νησιών».
Η ΓΣΕΒΕΕ καλεί την κυβέρνηση και τους εμπλεκόμενους φορείς να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια διαλόγου, «μακριά από ιδεολογικό φανατισμό, ξενοφοβικές κορώνες και πολιτικές αντιπαλότητες». Όπως σημειώνει, «τα εύλογα αιτήματα των κατοίκων των νησιών για ανακατανομή των προσφύγων, αποσυμφόρηση των νησιών, χρηματοδότηση υποδομών, ταχεία διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου, ισχυρότερη στελέχωση της Υπηρεσίας Ασύλου και φύλαξη των συνόρων δεν μπορούν να αγνοούνται επιδεικτικά.
Η ισότιμη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και η κατανόηση του προβλήματος από την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Η κυβέρνηση οφείλει να διεκδικήσει άμεσα από τους ευρωπαίους εταίρους, σε μια έκτακτη σύνοδο την εξεύρεση μιας μόνιμης και διεξοδικής λύσης σχετικά με την κατανομή των προσφύγων, τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων ενσωμάτωσης, αλλά και τη δημιουργία όρων διεθνούς ειρήνης για την επιστροφή τους στις χώρες προέλευσης».
Παράλληλα, η Συνομοσπονδία καλεί τα κόμματα και τους κοινωνικούς φορείς να αναλάβουν διπλωματικές πρωτοβουλίες για να αναδείξουν όλες τις πτυχές του προβλήματος στις ευρωπαϊκές αρχές, το Ευρωκοινοβούλιο και τους διεθνείς οργανισμούς.
Η ίδια, αξιοποιώντας την εμπειρία από τη συμμετοχή της σε σημαντικά ευρωπαϊκά προγράμματα μελέτης και διερεύνησης πεδίων του προσφυγικού ζητήματος, αναλαμβάνει να προωθήσει άμεσα δράσεις ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης των ευρωπαϊκών θεσμών στους οποίους συμμετέχει ως ισότιμο μέλος, όπως την SME United, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και προς άλλες διεθνείς αρχές, προκειμένου να αναδείξει τη σοβαρότητα του προβλήματος, «που έχει σαφώς μείζονες γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις».