ΑΠΟ ΤΟ 1973, όταν η Ιρλανδία -μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία- εντάχθηκε στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ο δρόμος που έχει διανύσει είναι λαμπρός. Αν και δεν ήταν πάντα εύκολος. Γεγονός όμως είναι ότι η χώρα αυτή, από αγροτική που ήταν, σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία πραγματική κοινωνία της γνώσης, με 40.000 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα, 4% ανεργία και 100 δισ. δολάρια εξαγωγές που αντιπροσωπεύουν το 90% του ΑΕΠ της.
ΑΠΟ ΤΟ 1973, όταν η Ιρλανδία -μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία- εντάχθηκε στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ο δρόμος που έχει διανύσει είναι λαμπρός. Αν και δεν ήταν πάντα εύκολος. Γεγονός όμως είναι ότι η χώρα αυτή, από αγροτική που ήταν, σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία πραγματική κοινωνία της γνώσης, με 40.000 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα, 4% ανεργία και 100 δισ. δολάρια εξαγωγές που αντιπροσωπεύουν το 90% του ΑΕΠ της.
Δικαίως λοιπόν πολλοί είναι αυτοί που μιλούν για τον «κελτικό τίγρη» ή για το ιρλανδικό θαύμα. Πώς, όμως, η Ιρλανδία κατάφερε να έχει αυτές τις επιδόσεις και να ατενίζει με μεγάλη αισιοδοξία το μέλλον της; Τις απαντήσεις δίνει ο κ. Σιν Ντόργκαν, επικεφαλής του αναπτυξιακού οργανισμού IDA, ο οποίος έπαιξε και παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Είναι γνωστό ότι η Ιρλανδία, μετά την ανεξαρτησία της το 1922, ήταν μία έντονα αγροτική χώρα, με υψηλά δασμολογικά τέλη και, ως εκ τούτου, έντονη προστασία. Πώς άρχισε η μεταμόρφωση της ιρλανδικής οικονομίας και πόσο αξιοποίησε η χώρα σας την ενσωμάτωσή της στην ΕΟΚ;
Η ιρλανδική οικονομία, ύστερα από πολλά σκαμπανεβάσματα, προχώρησε σε ριζικές αλλαγές στα τέλη της δεκαετίας του '50. Ακολουθεί δε μία αναπτυξιακή πολιτική, η οποία στηρίζεται στην απελευθέρωση του εμπορίου και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Επρόκειτο για δύο σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες απετέλεσαν τονωτική ένεση για την οικονομία. Το 1963, ειδικότερα, η Ιρλανδία προέβη μονομερώς σε μείωση των δασμών και, το 1964, ολοκλήρωσε αυτή την πρωτοβουλία. Το 1965, διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία αγγλο-ιρλανδικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου και το 1967 υπέγραψε τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT).
Με σημαντικές φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις -τον αξιομνημόνευτο μηδενικό φόρο στα κέρδη εξαγωγών των βιομηχανικών εταιρειών-, η Ιρλανδία πέτυχε να προσελκύσει ξένες εταιρείες, οι οποίες δημιούργησαν υποκαταστήματα στη χώρα και, μέχρι το 1974, η νέα βιομηχανία ήταν υπεύθυνη για πάνω από το 60% της βιομηχανικής παραγωγής.
Η τελευταία ώθηση της κρατικής πολιτικής ήταν η συγκράτηση των αμοιβών, η οποία θεωρήθηκε αναγκαία, ιδιαίτερα με τη σταθερή τιμή συναλλάγματος, για τη διατήρηση του βιομηχανικού κόστους σε ανταγωνιστικό επίπεδο.
Το 1973, η Ιρλανδία, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία, εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ. Η ιδιότητα του μέλους οδήγησε άμεσα σε περαιτέρω μείωση των εμπορικών φραγμών. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) ιδρύθηκε ως τελωνειακή ένωση, με χαμηλού επιπέδου εσωτερικούς φραγμούς στο εμπόριο και κοινή ομάδα εξωτερικών φραγμών.
Συμμετέχοντας στην Ε.Ε., η Ιρλανδία δεσμεύτηκε για την απελευθέρωση των συναλλαγών με άλλα κράτη - μέλη και, το 1977, είχε καταργήσει όλους τους δασμολογικούς φραγμούς. Πολλοί από τους εναπομείναντες λιγότερο εμφανείς περιορισμούς στο εμπόριο εντός της Ε.Ε. καταργήθηκαν ως μέρος της προσπάθειας για δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς.
Επισήμως, οι αλλαγές αυτές τέθηκαν σε ισχύ το 1992, ωστόσο η πλήρης εξάλειψη των φραγμών βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Με μειωμένους τους εμπορικούς φραγμούς, έγινε αντιληπτό ότι μέρος της ιρλανδικής βιομηχανίας θα ζημιωνόταν από τον ανταγωνισμό.
Ομως, αναμενόταν επίσης ότι η Ιρλανδία θα γινόταν ένα είδος πλατφόρμας, από όπου οι εταιρείες εκτός της ΕΟΚ θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την ευρωπαϊκή αγορά. Οι προσδοκίες αυτές πραγματοποιήθηκαν απλόχερα και οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν, από 34% του ΑΕΠ το 1963, σε 94% το 2002, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο.
Ποιο ρόλο έπαιξε στις εντυπωσιακές επιδόσεις της οικονομίας σας ο παράγων «παραγωγικότητα»;
Γνωρίζετε ασφαλώς ότι το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα μπορεί να δημιουργηθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, αυξάνοντας την πραγματική παραγωγή ανά απασχολούμενο εργαζόμενο -με καλύτερη τεχνολογία, καλύτερη μόρφωση και εκπαίδευση, καλύτερες δημόσιες υποδομές, με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μηχανήματα και εξοπλισμό, καλύτερες κοινωνικές σχέσεις ή περισσότερες ώρες εργασίας ανά υπάλληλο.
Δεύτερον, τοποθετώντας μεγαλύτερη μερίδα του ενήλικου πληθυσμού στην εργασία. Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, η αύξηση της πραγματικής παραγωγής ανά εργαζόμενο σημαίνει αύξηση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο, το να δώσεις δουλειά σε περισσότερους ανθρώπους σημαίνει αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ είναι το άθροισμα των δύο. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, ο διαχωρισμός του πραγματικού ΑΕΠ ανά ενήλικο, που βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία, σε παραγωγικότητα και σε ποσοστό απασχόλησης, φέρνει στην επιφάνεια ένα αναπάντεχο γεγονός: Η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ιρλανδία υπήρξε ραγδαία όχι μόνον τα τελευταία χρόνια, αλλά σε ολόκληρο το διάστημα από το 1970 και μετά, με ένα μέσον όρο 2,7% ετησίως. Δείκτες αύξησης της παραγωγικότητας, που διατηρούνται σχεδόν στο 3% για τόσο μεγάλο διάστημα, είναι όντως σπάνιο φαινόμενο για τη μεταπολεμική περίοδο.
Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτουν δύο συνεκδοχές. Πρώτον, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ιρλανδικής οικονομίας τα τελευταία 35 χρόνια είναι ότι βίωσε σημαντικά μακροπρόθεσμα οφέλη παραγωγικότητας. Δεύτερον, η οικονομική άνθηση του «κέλτικου τίγρη» δεν ήταν αποτέλεσμα μόνον της αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά και της ανόδου της απασχόλησης.
Πρέπει δε να πω, από την άποψη αυτή, ότι η αύξηση της απασχόλησης στην Ιρλανδία ήταν απαράμιλλη σε ολόκληρη την μεταπολεμική Ευρώπη. Η ιρλανδική εμπειρία ήταν μοναδική, από τουλάχιστον τέσσερις απόψεις:
α) ο δείκτης ανεργίας έπεσε από το πολύ υψηλό αρχικό επίπεδο
β) οι εργοδότες είχαν τη δυνατότητα να αντλήσουν προσωπικό από το πολύ μεγάλο απόθεμα των γυναικών που δεν ανήκαν πριν στο εργατικό δυναμικό.
Ο αριθμός των Ιρλανδών γυναικών στο εργατικό δυναμικό έχει αυξηθεί κατά 65% από το 1993 γ) υπήρξε ασυνήθιστα μεγάλη φυσική αύξηση του εργατικού δυναμικού δ) ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας απορρόφησε την πολύ μεγάλη εισροή μεταναστών που προσελκύονταν (ή προσελκύονταν πίσω) στην Ιρλανδία, λόγω της οικονομικής άνθησης.
Μεταξύ 1994 και 2004, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 600.000 ή 50%. Το δημογραφικό μέρισμα, όπως ονομάζεται συνήθως, ήταν υπεύθυνο για το υπόλοιπο 46% της αύξησης της κατά κεφαλήν παραγωγής. Αυτό είχε δύο κύρια συστατικά μέρη:
α) την αύξηση στην αναλογία των ενηλίκων στο εργατικό δυναμικό, καθώς η μεταπολεμική γενιά μεγάλωσε και ο δείκτης συμμετοχής των γυναικών αυξήθηκε απότομα και
β) μεγάλη αύξηση στη μερίδα του εργατικού δυναμικού που εργαζόταν (το κατοπτρικό είδωλο του δείκτη ανεργίας). Επίσης, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικονομικής άνθησης ήταν η ισχυρή άνοδος της απασχόλησης στη βιομηχανία, χάρη στις εξαγωγές. Σήμερα, εντυπωσιάζει και η ραγδαία δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις αποκαλούμενες «εμπορεύσιμες υπηρεσίες».
Τα φορολογικά κίνητρα δεν βοήθησαν και αυτά στην προσέλκυση επενδύσεων, άρα και στην ανάπτυξη;
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το κλίμα για τις επενδύσεις ξένων εταιρειών στην Ιρλανδία ήταν σταθερά ευνοϊκό από τη δεκαετία του 1960. Μεταξύ των παραγόντων που ενθάρρυναν τις εταιρείες να επιλέξουν την Ιρλανδία ως την ευρωπαϊκή τους θέση, ο χαμηλός φορολογικός συντελεστής ήταν ο σημαντικότερος.
Επιπλέον, η έτοιμη προσφορά καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, η σχετικά εύκολη πρόσβαση στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ και οι στενοί πολιτικοί δεσμοί με την Αμερική, είναι μερικοί ακόμη λόγοι για τους οποίους πολλές μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ προτίμησαν την Ιρλανδία.
Η οικονομική άνθηση της χώρας συνέπεσε με αύξηση της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων, κυρίως από τις ΗΠΑ. Το ποσοστό εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων από τις ΗΠΑ, που κατείχε η Ιρλανδία στην Ε.Ε., αυξήθηκε, από 2% το 1987, σε πάνω από 7% το 1993.
Εκείνο το διάστημα, δεν υπήρξαν αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς των εταιρειών -υπήρχε μάλλον μία ανοδική τάση, αρχικά από το μηδέν στο 10% και πιο πρόσφατα από το 10% στο 12,5%, αλλά σε αυτό έπαιξαν ρόλο και διάφοροι άλλοι παράγοντες.
Οπως η εκπαίδευση, λόγου χάρη;
Η ποιότητα της εκπαίδευσης στην Ιρλανδία, για την οποία είμαστε περήφανοι, ήταν πολύ σημαντική, διότι συνέβαλε στην απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού νεαρής ηλικίας. Η επιτάχυνση της αύξησης του μορφωτικού επιπέδου του εργατικού δυναμικού ξεκίνησε από το 1967, με την προαγωγή της καθολικής δωρεάν πρόσβασης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ακολούθως, επικεντρώθηκε στην τεχνική εκπαίδευση και, γενικότερα, στην προσαρμογή των δεξιοτήτων στις απαιτήσεις των εισερχομένων πολυεθνικών εταιρειών. Αυτό φαίνεται ότι είχε μεγάλη επιτυχία και είναι γενικώς αποδεκτό ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση συνέβαλε κατά σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του ΑΕΠ, τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Σήμερα, γίνονται νέες προσπάθειες να διπλασιασθούν, μέσα σε μία πενταετία, οι κάτοχοι διδακτορικών.
Και τούτο, διότι πιστεύουμε ότι πρέπει πραγματικά να γίνουμε μία προωθημένη κοινωνία της γνώσης. Αυτό θα είναι το διαβατήριό μας στον 21ο αιώνα.
Ο ρόλος των κοινοτικών πόρων
Οι κοινοτικοί πόροι την περίοδο της εισόδου της χώρας σας στην τότε ΕΟΚ, δεν βοήθησαν την προσπάθειά της να φθάσει στα επίπεδα των άλλων χωρών - μελών;
Ως μέλος της τότε ΕΟΚ, είχαμε σημαντικές καθαρές εισπράξεις στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που επιδοτούσαν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Περίπου τα δύο τρίτα των χρημάτων που μεταβιβάστηκαν στην Ιρλανδία από την ΕΟΚ σχετίζονται με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και το υπόλοιπο ένα τρίτο αποτελείται κυρίως από χρήματα προερχόμενα από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, του Κοινωνικού Ταμείου και του Ταμείου Συνοχής.
Κατ' αρχήν, τα Ταμεία αυτά θα προσέθεταν σε επενδύσεις, ενισχύοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά στην πράξη φαίνεται να έχουν λειτουργήσει ως υποκατάστατα για έργα που σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει το κράτος -με αποτέλεσμα να έχουν συμβάλει περισσότερο στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και όχι στην ανάπτυξη. Οι καθαρές εισπράξεις από την Ε.Ε. κορυφώθηκαν σε ποσοστό 6,5% του ΑΕΠ το 1991 και μειώθηκαν στο 1,1% του ΑΕΠ το 2003.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ