Κοινωνία
Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου 2020 20:37

Ελεγκτικό Συνέδριο: Ενστάσεις για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο

Ενστάσεις σε ορισμένες διατάξεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε χθες στη Βουλή διατυπώνει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ παράλληλα εντοπίζει προβλήματα συνταγματικότητας, καθώς ορισμένες διατάξεις είναι αντίθετες με τις συνταγματικές επιταγές. Οι απόψεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επί του νομοσχεδίου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχουν καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα.

Ενστάσεις σε ορισμένες διατάξεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε χθες στη Βουλή διατυπώνει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ παράλληλα εντοπίζει προβλήματα συνταγματικότητας, καθώς ορισμένες διατάξεις είναι αντίθετες με τις συνταγματικές επιταγές. Οι απόψεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επί του νομοσχεδίου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχουν καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα.

Αναλυτικότερα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό τον πρόεδρό της Ιωάννη Σαρμά, πριν από την κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας στην Βουλή, γνωμοδότησε επί του περιεχομένου των διατάξεων του εν λόγω νομοσχεδίου.

Στη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΕΣ, γίνονται παρατηρήσεις επί των διατάξεων του νομοσχεδίου, ενώ στην εισήγηση του επιτρόπου Επικρατείας Αντωνίου Νικητάκη, γίνονται αναφορές για αντιθέσεις ορισμένων διατάξεων με τις συνταγματικές επιταγές.

Διευκρινίζεται ότι οι απόψεις της Ολομέλειας του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επί του νομοσχεδίου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), έχει καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα και εάν θέλει η κυβέρνηση τις λαμβάνει υπόψη της.

Η γνωμοδοτική επεξεργασία των νομοσχεδίων που έχουν ασφαλιστικό περιεχόμενο, δηλαδή η προ της κατάθεσης του νομοσχεδίου στην Βουλή ύπαρξη γνωμοδότησης της Ολομέλειας του ΕΣ επί του περιεχομένου του νομοσχεδίου, προβλέπεται από το άρθρο 73 του Συντάγματος.

Τα άρθρα του νομοσχεδίου που αντιμετωπίζουν τα βασικά νομικά προβλήματα, σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΕΣ και τον κ. Νικητάκη είναι τα 20-21,24-25 και 27, ενώ οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου διατυπώνουν παρατηρήσεις και σε άλλα άρθρα του ασφαλιστικού νομοσχεδίου.

Αρχικά, η Ολομέλεια του ΕΣ αναφέρει ότι «το επίμαχο νομοσχέδιο, εφόσον εξακολουθεί να στηρίζεται, όπως και ο προηγούμενος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016, στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του».

Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΕΣ, στην γνωμοδότησή της, αναφέρει: «Με το επίμαχο νομοσχέδιο υιοθετούνται σε γενικό πλαίσιο οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 και επέρχονται επουσιώδεις τροποποιήσεις αυτού σε συγκεκριμένες διατάξεις που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές με τις 1880/2019, 1888/2019, 1889/2019, 1890/2019 και 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ παράλληλα ολοκληρώνεται η διοικητική και οργανωτική ενοποίηση που επιχειρήθηκε με προγενέστερους νόμους (2084/1992, 2676/1999, 3029/2002, 3655/2008, 3863/2010, 4387/2016), με την ενσωμάτωση στο νέο φορέα όλων των ασφαλιστικών φορέων απονομής σύνταξης και εφάπαξ παροχής, όπως το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ παροχών (ΕΤΕΑΕΠ)».

Πάντως, όπως αναφέρει το ΕΣ, η καινοτομία του υπό επεξεργασία νομοσχεδίου συνίσταται στην ενοποίηση της βάσης των ασφαλιστικών δεδομένων μέσω της ψηφιοποίησης του ιδρυθέντος με το ν. 4387/2016 ΕΦΚΑ και της μετονομασίας του σε Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ).

Ειδικότερα, η γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΕΣ, στο «δια ταύτα», επισημαίνονται, μεταξύ των άλλων, ως προς το άρθρο 24 του νομοσχεδίου, τα εξής:

«Επί της τροποποιούμενης παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι δεν παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου οι λόγοι που επιβάλλουν τη χρονική παράταση μέχρι και το 2024 στον τρόπο αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών με βάση τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή, καθώς και οι λόγοι της μετάθεσης από το 2025 του τρόπου προσαύξησής τους με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών.

Επί της τροποποιούμενης παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι η αναφορά που γίνεται στην αιτιολογική έκθεση στις αρχές της ανταποδοτικότητας εισφορών και παροχών και της ανάγκης διασφάλισης από το χορηγούμενο ύψος του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ενός αναξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ασφαλισμένων του δημοσίου τομέα μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, παρίσταται αδόκιμη, δοθέντος ότι όσον αφορά στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς και στους στρατιωτικούς οι αρχές που διέπουν το ειδικό συνταξιοδοτικό τους καθεστώς είναι αυτές της αναλογικότητας και της κατά το δυνατόν τήρησης εύλογης αναλογίας των συντάξεών τους με τις αποδοχές ενεργείας τους (βλ. Πρακτικά 1ης Ειδ. Συν. Ολ. ΕλΣ της 20ης Απριλίου 2016. Επίσης, ΕλΣ Ολ. 137/2019, 32/2018, 1277/2018, 1388/2018, 244/2017).

Ακόμη, η γνωμοδότηση του ΕΣ επισημαίνει:

Επί του άρθρου 25

Η διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης βγ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 14, όπως προστίθεται με την προτεινόμενη ρύθμιση, είναι ημιτελής και, ως εκ τούτου, πρέπει να συμπληρωθεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση.

Στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης, όπως έχει διατυπωθεί, φαίνεται να υπάγονται και οι συνταξιούχοι που είχαν ήδη αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) και οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, έχουν ήδη υποστεί περικοπή σε ποσοστό 60%, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του ν. 4387/2016, όπως σήμερα ισχύει. Έτσι όμως προκύπτει και αναδρομική ισχύς της διάταξης, με συνέπεια ενδεχομένως να προκύπτουν αξιώσεις για επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του αρχικώς θεσπισθέντος ποσοστού μείωσης της τάξης του 60% και της προβλεπόμενης με τη νέα διάταξη μείωσης του 30%.

Πρέπει να διευκρινισθεί αν οι συνταξιούχοι του ΕΦΚΑ που από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) είχαν αναλάβει εργασία ή απέκτησαν ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της γενικής κυβέρνησης, οι οποίοι θα έχουν συμπληρώσει το 61ο και 62ο έτος της ηλικίας τους στις 28.2.2021 και την 1.3.2021 αντίστοιχα, υπάγονται στον κανόνα του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, και οι ακαθάριστες κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και οι προσυνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30%. Υπό την εκδοχή ότι η διάταξη είναι αναδρομική, ενδείκνυται να ρυθμιστεί το ζήτημα που τίθεται για όσους εξ αυτών, μετά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), είχαν αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και η καταβολή της σύνταξής τους είχε ανασταλεί πλήρως, σύμφωνα με τη διάταξη της ήδη ισχύουσας παρ. 2 του άρθρου 20.

Επί του άρθρου 27 παρ. 5 και 6 του νέου άρθρου 20

Κατά την ειδικότερη γνώμη της αντιπροέδρου Μαρίας Βλαχάκη, πέραν των προαναφερομένων, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4387/2016, όπως αντικαθίστανται από τις διατάξεις του άρθρου 27 του υπό επεξεργασία σχεδίου νόμου, καθιστούν ευνοϊκότερες τις ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους που αναλαμβάνουν εργασία υπαγόμενη στον ΕΦΚΑ (με τη μείωση του ποσοστού της παρακρατούμενης συντάξεως - παρ. 1 εδάφ. α') ή σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ειδικότερα (με τη θέσπιση ορίου ηλικίας για την πλήρη αναστολή της συντάξεως -παρ. 1 εδάφ. β'), καθώς και με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου καταλογισμού σε βάρος του συνταξιούχου (βλ. παρ. 7), δεν δικαιολογείται επαρκώς η ευμενής ρύθμιση της παρ. 5 (βλ. παρ. 4 και 7 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, για τις οποίες βλ. παρατήρηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα Πρακτικά της 1ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομ. του Ελ.Συν./20.4.2016), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. Ολ. Ελ.Συν. 1041/2017, 1577/2011), το οποίο ερμηνεύον τις πάγιες διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (κυρίως του άρθρου 58, αλλά και των άρθρων 11 και 12 για τις θεμελιωτικές και προσμετρητέες συντάξιμες υπηρεσίες) έχει αποφανθεί ότι ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία δεν προσμετρείται ως συντάξιμος στην υπηρεσία της προγενέστερης θέσης, βάσει της οποίας δικαιώθηκε ήδη συντάξεως.

Επί της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 20

Στο εδάφιο β΄ προβλέπεται ότι σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης από τον συνταξιούχο προς τον φορέα κύριας ασφάλισης του ΕΦΚΑ ότι ανέλαβε εργασία ή απέκτησε ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται υποχρεωτικά στον ΕΦΚΑ, καταλογίζεται με ποσό ίσο με το ύψος δώδεκα μηνιαίων συντάξεων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένο ποσό καταλογισμού χωρίς το ποσό αυτό να συναρτάται ούτε με τον χρόνο που διήρκεσε η παράλειψη, ούτε με την ωφέλεια που αποκόμισε ο συνταξιούχος από αυτήν (ανάλογα με το αν θα έπρεπε να του καταβληθεί μειωμένη σύνταξη, κύρια και επικουρική ή να ανασταλεί πλήρως η καταβολή τους) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα αντίθεσής της προς την αρχή της αναλογικότητας.

«Σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητας του ν. 4387/2016 έχουν παραπεμφθεί από Τμήματα του Δικαστηρίου και εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας, ως δικαιοδοτούντος οργάνου. Τέτοια ζητήματα είναι ιδίως (α) η υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε ενιαίο με τους λοιπούς εργαζομένους φορέα ασφάλισης χωρίς διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των μεν και των δε, (β) ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των πρώτων, η οποία πλέον δεν δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης και (γ) ο χαρακτήρας του Δημοσίου ως ευθέως και βασικώς ευθυνομένου για την καταβολή των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς. Ως εκ τούτου, η γνωμοδότηση που διατυπώνεται από το Δικαστήριο στο παρόν πρακτικό περιορίσθηκε στην εξέταση των υπό επεξεργασία ρυθμίσεων από επόψεως άλλης εκτός από εκείνη που θα συνιστούσε πρόκριμα ή, εν πάση περιπτώσει, κρίση επί των κατά τα ανωτέρω παραπεμφθέντων στη δικαστική Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητημάτων».

Ο Επίτροπος της Επικρατείας

Τέλος, ο επίτροπος Επικρατείας κ. Νικητάκης κάνει αναφορά σε αντισυνταγματικές διατάξεις και διατάξεις που έρχονται σε αντίθεση με υπερκείμενης ισχύος διατάξεις και κυρίως με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Πηγή: ΑΜΠΕ