Οι αυστηροί κριτές του καπιταλισμού αδυνατούν να προτείνουν λύσεις στις αδυναμίες ενός συστήματος που σήμερα υποφέρει από… επιτυχία!Ακόμα και οι πιο αυστηροί κριτές του καπιταλισμού αναγνωρίζουν ότι αυτό το σύστημα παραγωγής είναι μοναδικό, δυναμικό και επιτυχημένο. Ο (κατα δήλωσή του) σοσιαλδημοκράτης καθηγητής Μπράνκο Μιλάνοβιτς, σε τελευταίο άρθρο του, αναφέρει ότι «ο θρίαμβος της αγοράς είναι μοναδικός στην ανθρώπινη ιστορία», γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι αυστηροί κριτές του καπιταλισμού αδυνατούν να προτείνουν λύσεις στις αδυναμίες ενός συστήματος που σήμερα υποφέρει από… επιτυχία!
Ακόμα και οι πιο αυστηροί κριτές του καπιταλισμού αναγνωρίζουν ότι αυτό το σύστημα παραγωγής είναι μοναδικό, δυναμικό και επιτυχημένο. Ο (κατα δήλωσή του) σοσιαλδημοκράτης καθηγητής Μπράνκο Μιλάνοβιτς, σε τελευταίο άρθρο του, αναφέρει ότι «ο θρίαμβος της αγοράς είναι μοναδικός στην ανθρώπινη ιστορία». «Ακόμα περισσότερο», προσθέτει, «ποτέ ένας τρόπος παραγωγής δεν έγινε οικουμενικός, αλλά και ικανός να συμβάλλει ώστε πάρα πολλοί άνθρωποι, σχετικά γρήγορα, να αφήνουν πίσω τους τη φτώχεια». Εν τούτοις σήμερα, το σύστημα ναι μεν πέτυχε να μειώσει τις διαφορές μεταξύ κρατών, πλην όμως δημιουργεί ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών που το έχουν υιοθετήσει. Πρόκειται για ένα νέο πρόβλημα, που δεν αντιμετωπίζεται βέβαια με υπεραπλουστεύσεις και συνθήματα. Επωφελούνται όμως από την ύπαρξή του οι δυνάμεις του λαϊκισμού, που περιμένουν τέτοιες ευκαιρίες για να εκδηλωθούν.
Στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης «Foreign Affairs», αφιερωμένης «στο μέλλον του καπιταλισμού», η οικονομολόγος Έσθερ Ντιφλό, βραβείο Νόμπελ της οικονομίας για το 2019, υπογραμμίζει ότι τα 50 τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα η οικονομία της αγοράς έβγαλε από τη φτώχεια, ιδιαίτερα στην Ινδία και στην Κίνα, τόσο κόσμο όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Παρ’ όλα αυτά όμως, η ποιοτική πρόοδος και η βιωσιμότητα των οικονομιών στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πενιχρή και εύθραυστη. Η ανάπτυξή τους είναι καθαρά ποσοτική και ελάχιστα ποιοτική. Ο κοροναϊός στην Κίνα, για παράδειγμα, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση που δείχνει ότι ανάπτυξη και ποιότητα ζωής δεν συμβαδίζουν. Σε πολλές περιπτώσεις, τονίζει η Έσθερ Ντιφλό, στην Ινδία, οι φτωχοί έχουν περισσότερη ανάγκη από κουνουπιέρες παρά από μερικά δολάρια παραπάνω. Δεν τις έχουν όμως, και αυτό επιβαρύνει την παιδική θνησιμότητα. «Υπό αυτή την έννοια», προσθέτει, «τα πραγματικά… συστατικά στοιχεία της μόνιμης οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν μυστηριώδη».
Και από την άποψη αυτή είναι εντυπωσιακό ένα τελευταίο άρθρο στο περιοδικό «Atlantic», στο οποίο η Άνι Λόουρεϊ εξηγεί πως στις ΗΠΑ πολλά νοικοκυριά βρίσκονται σε απόγνωση, παρά το ότι τα εισοδήματά τους τα τελευταία χρόνια ανεβαίνουν. Κατά την αρθρογράφο, στην Αμερική, παρά τους ρυθμούς ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας, τα κόστη κάποιων ποιοτικών υπηρεσιών έχουν πάει τόσο υψηλά, ώστε είναι αδύνατον ο μέσος Αμερικανός να ανταποκριθεί σε αυτά. Όταν μόνον η παιδική περίθαλψη για ένα νοικοκυριό κοστίζει 15.000 έως 26.000 δολάρια τον χρόνο, πώς μπορεί να τα βγάλει πέρα; Με δεδομένο επίσης το γεγονός ότι μέσα σε μια πενταετία το κόστος της κατοικίας αυξήθηκε και αυτό περίπου 80%, γίνεται εύκολα αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που αφορά τη λειτουργία του συστήματος και τους μετασχηματισμούς που το ίδιο παράγει στο εσωτερικό του.
Είναι προφανές έτσι ότι στη σημερινή Αμερική υπάρχει σοβαρό πρόβλημα οικονομικού κόστους πρόσβασης (affordability cost) σε υπηρεσίες, οι οποίες σε χώρες της Ευρώπης θεωρούνται δημόσιο αγαθό. Παρ’ όλα αυτά ένα παρεμφερές πρόβλημα παρατηρείται και στην Ευρώπη, αν αναλύσει κανείς σε βάθος και κάπως σχολαστικά τη δομή και σύνθεση των οικογενειακών προϋπολογισμών. Θα διαπιστώσει για παράδειγμα ότι σημαντικό μέρος των ετήσιων εσόδων του νοικοκυριού, δαπανάται για ήσσονος σημασίας υπηρεσίες, στις οποίες όμως πρέπει να προστεθούν οι δαπάνες για μεταφορικά μέσα και άλλες παροχές που συνδέονται με την ψηφιακή εποχή.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται στις σύγχρονες αναπτυγμένες οικονομίες και κοινωνίες είναι αυτό του κόστους των «άχρηστων εργασιών». Πρόκειται για μια προβληματική που έφερε στο προσκήνιο ο Ντέιβιντ Σκράμπεϊ, ανθρωπολόγος στο London School of Economics, ο οποίος πιστεύει ότι αναρίθμητοι άνθρωποι περνούν ολόκληρη την εργασιακή τους ζωή κάνοντας δουλειές που θεωρούν άνευ ουσίας. Με άλλα λόγια ο Βρετανός ανθρωπολόγος θέτει το θέμα της οργάνωσης της αγοράς εργασίας σε σύγχρονες ορθολογικές και ευέλικτες βάσεις, γιατί, όπως λέει, τα τελευταία τριάντα χρόνια αλλάζουν πολύ γρήγορα και οι όροι λειτουργίας της παραγωγής πλούτου.
Για παράδειγμα, αναφέρει ότι αντί κάποιες επιχειρήσεις, τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές, να έχουν εκατοντάδες διευθυντές που καλοπληρώνονται και ουσιαστικά δεν προσφέρουν πολλά πράγματα, θα ήταν προτιμότερο να υπάρχουν καλοπληρωμένοι δάσκαλοι στα δημοτικά σχολεία. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει. Οι μεγάλες συζητήσεις για την παιδεία αφορούν τη μορφή της και το πώς γίνεται η διδασκαλία. Η προσοχή εστιάζεται στις ικανότητες και όχι στις αξίες. Στις μεθόδους διδασκαλίας και όχι στα ιδανικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ολλανδός ακτιβιστής Ρούντγκερ Μπρέγκμαν, στο τελευταίο βιβλίο του «Ουτοπία για ρεαλιστές» (εκδόσεις Ψυχογιός), τονίζει ότι το πρόβλημα με την ιστορική πορεία του καπιταλισμού δεν είναι πλέον η παραγωγή για την παραγωγή, αλλά η ζωή που προκύπτει μέσα από αυτήν την παραγωγική διαδικασία. Και σε αυτήν την περίπτωση, υπογραμμίζει «πως θα πρέπει να δώσουμε στους εκκολαπτόμενους οικονομολόγους κάποια κατάρτιση στη φιλοσοφία και στην ηθική». Έτσι δεν είναι;