Το νέο πτωχευτικό δίκαιο που θα εφαρμοστεί από την 1η Μαΐου, μετά τη λήξη της προστασίας της α’ κατοικίας στις 30 Απριλίου, αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εφιάλτη της κυβέρνησης, μετά τα ελληνοτουρκικά, γράφει ο Πάνος Φ. Κακούρης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Το νέο πτωχευτικό δίκαιο που θα εφαρμοστεί από την 1η Μαΐου, μετά τη λήξη της προστασίας της α’ κατοικίας στις 30 Απριλίου, αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εφιάλτη της κυβέρνησης, μετά τα ελληνοτουρκικά. Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει να ενταχθούν στο ισχύον, μέχρι τον Απρίλιο, καθεστώς προστασίας όσο γίνεται περισσότεροι κόκκινοι δανειολήπτες. Μέχρι τώρα, πάντως, από τους 65.000 που ξεκίνησαν τη διαδικασία, οι οριστικές ρυθμίσεις μέχρι στιγμής είναι μόλις 315, εξέλιξη η οποία είναι ανησυχητική, αλλά και άξια έρευνας, ως προς τις πτυχές της.
Μέσα στους 65.000 δανειολήπτες υπάρχουν περίπου 22.000 οι οποίοι δεν αποδέχτηκαν την άρση του φορολογικού και του τραπεζικού απορρήτου, ώστε να προχωρήσει η αίτηση, φοβούμενοι προφανώς να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Υπάρχουν επίσης 42.000 οι οποίοι παραιτήθηκαν του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου, αλλά δεν έχουν προχωρήσει την όλη διαδικασία.
Το «γιατί» προβληματίζει τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ο οποίος σε επιστολή του προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών φαίνεται να υποψιάζεται κωλυσιεργία από την πλευρά των τραπεζών. «Υπάρχει αριθμός αιτήσεων για τις οποίες τα τραπεζικά ιδρύματα, αν και αναγνωρίζουν ότι οι οφειλέτες είναι επιλέξιμοι, δεν προσφέρουν πρόταση ρύθμισης και προτρέπουν τον οφειλέτη να προσφύγει στη δικαστική ρύθμιση», αναφέρει ο υπουργός.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να ενταχθούν όσο γίνεται περισσότεροι δανειολήπτες στο υφιστάμενο πλαίσιο προστασίας, γιατί το νέο καθεστώς θα είναι σκληρό. Και επειδή τα περισσότερα δάνεια θα μεταβιβαστούν σε funds, οι χειρισμοί τους θα είναι μη ελεγχόμενοι.
Μια πτυχή του νέου πλαισίου προβλέπει ότι ο δανειολήπτης που δηλώνει αδυναμία αποπληρωμής του στεγαστικού του δανείου θα υποχρεωθεί να ρευστοποιήσει όλη την υπόλοιπη περιουσία του (ό,τι αναγράφεται στο Ε9 συν καταθέσεις και χρηματοοικονομικές επενδύσεις) και μέχρι την κάλυψη των υποχρεώσεών του για την εξυπηρέτηση του δανείου.
Επίσης, ο πιστωτής (τράπεζα ή fund) θα εξαντλεί κάθε δυνατότητα, για να εισπράξει όσο γίνεται περισσότερα από τον δανειολήπτη και αφού καταλήξει ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για να λάβει επιπλέον κάποιο ποσό, τότε θα προβαίνει σε κάποια ρύθμιση, ενδεχομένως και σε «κούρεμα».
Σε ακόμα δυσκολότερες περιπτώσεις, που τα περιουσιακά στοιχεία δεν καλύπτουν το υπόλοιπο του δανείου, το σπίτι περιέρχεται στην τράπεζα ή στο fund και ο πρώην ιδιοκτήτης της κατοικίας θα λαμβάνει ένα επίδομα ενοικίου από το κράτος. Πρόκειται για σενάρια τρόμου, τα οποία θα ήθελε πάση θυσία να αποφύγει κάθε κυβέρνηση, αλλά δεν είναι εύκολο.