Όλη η συζήτηση για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων αφορά ουσιαστικά ένα κλάσμα: το δημόσιο χρέος -ή, αν προτιμάτε, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του- ως προς το ΑΕΠ. Με τον αριθμητή του κλάσματος (το χρέος) έχουμε λίγο πολύ ξεμπερδέψει τουλάχιστον για τα επόμενα 12-15 χρόνια. Τώρα, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τον… παρονομαστή, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Όλη η συζήτηση για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων αφορά ουσιαστικά ένα κλάσμα: το δημόσιο χρέος -ή, αν προτιμάτε, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του- ως προς το ΑΕΠ. Με τον αριθμητή του κλάσματος (το χρέος) έχουμε λίγο πολύ ξεμπερδέψει τουλάχιστον για τα επόμενα 12-15 χρόνια. Τώρα, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τον… παρονομαστή. Το σκεπτικό ανήκει σε στέλεχος με άριστη γνώση τόσο του τρόπου λειτουργίας των αγορών όσο και των εν εξελίξει τεχνικών διαβουλεύσεων με στόχο την αναθεώρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μάλιστα, το σκεπτικό αυτό είχε αναλυθεί πολύ πριν υποχωρήσει η απόδοση του ελληνικού 10ετούς κάτω από το όριο της μονάδας και πολύ πριν βγουν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία να προδιαγράψουν το αρνητικό πρόσημο μπροστά από την απόδοση του ελληνικού 10ετούς. Από τη στιγμή που η Ελλάδα κατόρθωσε να εκδώσει -έστω και έμμεσα- ένα 30ετές ομόλογο με επιτόκιο 2,5%, ήταν δεδομένο ότι έχει μπει το ανώτατο πλαφόν στο κόστος δανεισμού της χώρας για τα επόμενα πολλά χρόνια. Έπειτα από αυτό, τα ιστορικά ρεκόρ ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Στον παρονομαστή του κλάσματος, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Ναι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε χθες προς το καλύτερο τις προβλέψεις της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τόσο για το 2019 όσο και για το 2020.
Δεν φαίνεται όμως να έχει πειστεί ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι διατηρήσιμοι σε βάθος χρόνου. Εκεί όμως είναι και το «κλειδί» των διαπραγματεύσεων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Να μπορέσει η κυβέρνηση να πείσει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 2% δεν είναι ένα «πυροτέχνημα», αλλά ένα «κεκτημένο». Δεν θα είναι εύκολες αυτές οι διαπραγματεύσεις.
Πρέπει να πείσουμε ότι θα βρεθούν οι τρόποι να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη -κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξουν θεαματικές κινήσεις στο μέτωπο των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεκινήσουν και πάλι οι τραπεζικές χορηγήσεις- και ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποτελέσει την εξαίρεση αν η ευρωπαϊκή οικονομία μπει και πάλι σε περίοδο στασιμότητας.