Ο κύριος από την Αμερική με τον οποίο συνομιλώ δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Ίδρυσε και διευθύνει ένα πολύ καλής φήμης Επενδυτικό Ταμείο, το οποίο έπειτα από απίθανες περιπέτειες στη Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν, να κάνει επένδυση σε βαλκανική χώρα το θεωρεί επιχείρηση υψηλού κινδύνου. Και από αυτόν τον υψηλό κίνδυνο, κατά την εκτίμησή του, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιθέτως, θεωρεί ότι το ελληνικό γενικό και νομοθετικό περιβάλλον είναι μάλλον εχθρικό προς τις επενδύσεις και τους επενδυτές και βέβαια η κατάσταση δεν αλλάζει με ωραία λόγια.
Από την έντυπη
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κύριος από την Αμερική με τον οποίο συνομιλώ δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Ίδρυσε και διευθύνει ένα πολύ καλής φήμης Επενδυτικό Ταμείο, το οποίο έπειτα από απίθανες περιπέτειες στη Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν, να κάνει επένδυση σε βαλκανική χώρα το θεωρεί επιχείρηση υψηλού κινδύνου. Και από αυτόν τον υψηλό κίνδυνο, κατά την εκτίμησή του, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιθέτως, θεωρεί ότι το ελληνικό γενικό και νομοθετικό περιβάλλον είναι μάλλον εχθρικό προς τις επενδύσεις και τους επενδυτές και βέβαια η κατάσταση δεν αλλάζει με ωραία λόγια.
Επίσης, τον Αμερικανό επενδυτή τον προβληματίζουν και κάποιες αλλαγές στην ελληνική νομοθεσία, μέσω των οποίων ποινικοποιείται σε μεγάλο βαθμό η οικονομική και επιχειρηματική ζωή της χώρας, εις βάρος της ανάπτυξής της.
Είναι ζωτικό λοιπόν για την κυβέρνηση, τώρα που έχει μια ευνοϊκή απέναντί της κοινή γνώμη, να δώσει πειστικές εγγυήσεις στους επενδυτές, ότι δεν θα βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων αν αποφασίσουν να επενδύσουν παραγωγικά στην Ελλάδα.
Για την Ελλάδα, η προσέλευση επενδύσεων είναι θέμα οικονομικής επιβίωσης. Βασική δε προϋπόθεση για να φέρει κάποιος κεφάλαια στη χώρα, είναι η αναβάθμισή της από τους διεθνείς αξιολογητές. Για να υπάρξει όμως αναβάθμιση, είναι απαραίτητες βαθιές μεταρρυθμίσεις και άλλη νοοτροπία στη δημόσια διοίκηση. Αυτά δεν είναι αυτονόητα σε μια χώρα με ένα παντοδύναμο κατά Γ. Δερτιλή «Λερναίο Κράτος».
Αυτό το τελευταίο παρακολουθεί τις δηλώσεις και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού και των υπουργών της κυβέρνησης και σίγουρα κάποιοι υπηρέτες του γελάνε με τις υποσχέσεις και τις εξαγγελίες που αφειδώς κυκλοφορούν.
Στο μεταξύ όμως ο χρόνος κυλά και το κακό είναι ότι οι διεθνείς εξελίξεις δεν βοηθάνε τη δική μας οικονομική ανάπτυξη. Η Ευρώπη σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις αντιμετωπίζει προοπτική σοβαρής ύφεσης ο κοροναϊός περιορίζει τις διεθνείς συναλλαγές και προκαλεί επιπτώσεις σε όλες ανεξαιρέτως τις αγορές. Ο ιός αυτός κτυπάει ταυτόχρονα ανθρώπους και αγορές, με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα τις αγορές -ευτυχώς- παρά τους ανθρώπους.
Αν δεν βρεθεί σύντομα το φάρμακο, θα χαθούν πάρα πολλοί άνθρωποι και οι επιπτώσεις στις οικονομίες θα είναι τεράστιες. Υπό αυτές τις συνθήκες, όλα τα προγραμματισμένα επενδυτικά στάδια περνάνε σε φάση αναμονής. «Περίμενε να δούμε τι θα γίνει». Αυτή είναι η απάντηση της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας σε κάθε ερώτηση για την πρόοδο των επενδύσεων.
Από την άλλη πλευρά όμως, σε μακροοικονομικό επίπεδο, είναι γνωστό ότι οι όποιες αυξήσεις εισοδημάτων γίνονται στη χώρα, μετατρέπονται σε περισσότερες εισαγωγές.
Τα δίδυμα ελλείμματα του παρελθόντος δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει υγιές αν δεν υπάρξουν μείωση των εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών κάθε είδους, δηλαδή προϊόντων, και υπηρεσιών. Και αυτό δεν είναι καθόλου ορατό ούτε για φέτος ούτε για τα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα δεν παράγει, μόνο εισάγει και έτσι κάθε ευρώ που περισσεύει στην τσέπη μας και καταναλώνεται, φεύγει κατευθείαν στο εξωτερικό, άρα λείπει από την εγχώρια οικονομία.
Είναι σοβαρός ο κίνδυνος έτσι, η τακτική μείωση των πλεονασμάτων και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Q.E.) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας (ΕΚΤ) να μεταφρασθούν σε εισαγωγές και έλλειμμα.
Πώς όμως μπορεί να ενδυναμωθεί ο εγχώριος παραγωγικός ιστός, όταν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα τελεί σε κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας και σε τελική ανάλυση δανείζει… αυτούς που δεν χρειάζονται δανεισμό!
Με πιο απλά λόγια, οι τράπεζες, τα ελάχιστα κεφάλαια που διαθέτουν, προσπαθούν να τα δανείσουν σε επιχειρήσεις που έχουν καλή ρευστότητα και αποφεύγουν τον δανεισμό. Πρόκειται για μια κατάσταση που από μόνη της αποθαρρύνει τις επενδύσεις και οδηγεί σε ολιγοπωλιακά φαινόμενα, με τους ισχυρούς της αγοράς να γίνονται ισχυρότεροι.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη δυσκολία πολλών επιχειρήσεων να βρουν στην ελληνική αγορά εργασίας το προσωπικό με τα επαγγελματικά προσόντα που χρειάζονται, τότε το πρόβλημα της ανάπτυξης γίνεται πολύ πιο δύσκολο στην αντιμετώπισή του.
Τέλος, στην εποχή μας, η ανάπτυξη στο μέτρο που στηρίζεται στην καινοτομία δεν είναι μόνον θέμα θεσμικών και ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Προϋποθέτει πριν απ’ όλα βαθιά πολιτιστική αλλαγή και άμεσο περιορισμό των συντεχνιακών αγκυλώσεων που ταλαιπωρούν μια κοινωνία. Και από την άποψη αυτή δεν έχουμε την αίσθηση ότι η κυβέρνηση βιάζεται να προχωρήσει. Αντίθετα, εφαρμόζει την τακτική του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», την ώρα που θα έπρεπε να πράττει ακριβώς το αντίθετο.